Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν λίθινα αιχμηρά εργαλεία που χρονολογούνται πριν από περίπου 15.785 χρόνια, στο Άινταχο των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται για τα αρχαιότερα αντικείμενα που έχουν βρεθεί στην περιοχή.
«Από επιστημονική άποψη, οι ανακαλύψεις αυτές αποκαλύπτουν πολύ σημαντικές λεπτομέρειες σχετικά με το αρχαιολογικό αρχείο των πρώτων ανθρώπων που κατοικούσαν στην αμερικανική ήπειρο», δήλωσε ο Λόρεν Ντέιβις, αρχαιολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Όρεγκον και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Πιστεύαμε ήδη ότι οι άνθρωποι ζούσαν στην αμερικανική ήπειρο πριν από 16.000 χρόνια– αλλά είναι διαφορετικό να το στηρίζουμε στα καλοφτιαγμένα αντικείμενα που άφησαν πίσω τους», πρόσθεσε.
Η τοποθεσία Cooper’s Ferry στο Άινταχο όπου βρέθηκαν τα αρχαία εργαλεία, έχει αποκαλύψει ένα θησαυρό επεξεργασμένων λίθων και λειψάνων ζώων από τότε που έγινε η πρώτη ανασκαφή στα μέσα του 20ου αιώνα. Τα βλήματα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια πολλών ετών, από το 2012 έως το 2017, αλλά οι ερευνητές τα χρονολόγησαν πρόσφατα.
Τα εργαλεία έχουν περίπου την ίδια ηλικία με τις λίθινες νιφάδες και τα οστέινα υπολείμματα (που είχε ανακαλύψει προηγουμένως ο Ντέιβις με μια άλλη ομάδα) και τα οποία υποδείκνυαν ότι κατοικούσαν άνθρωποι στην περιοχή. Ωστόσο, τα βλήματα αποκαλύπτουν περισσότερες λεπτομέρειες και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι Αμερικανοί ήταν ικανοί κυνηγοί.
«Οι μικρότερες αιχμές βλημάτων που ήταν τοποθετημένες σε βελάκια μπορούσαν να διεισδύσουν βαθιά και να προκαλέσουν τεράστια εσωτερική ζημιά», δήλωσε ο Ντέιβις. «Μπορείς να κυνηγήσεις οποιοδήποτε ζώο με όπλα σαν αυτά».
Ο Ντέιβις είπε επίσης ότι οι αιχμές των βλημάτων μοιάζουν με αυτές που έχουν βρεθεί στο Χοκκάιντο της Ιαπωνίας, οι οποίες χρονολογούνται πριν από 16.000 με 20.000 χρόνια. Αυτό το στοιχείο υποδηλώνει πιθανές πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των κατοίκων της βορειοανατολικής Ασίας και ορισμένων από τους πρώτους ανθρώπους που έφτασαν στη Βόρεια Αμερική.
Μέχρι στιγμής, στην περιοχή Cooper’s Ferry έχουν βρεθεί και χαρτογραφηθεί 65.000 αντικείμενα.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science Advances».