Από τους κατασκευαστές παιχνιδιών και καλλυντικών έως τους μεγάλους ομίλους ενδυμάτων, υποδημάτων και λογισμικού, το φαινόμενο των απολύσεων προσλαμβάνει διαστάσεις χιονοστιβάδας που τείνει να σαρώσει ολόκληρη την Αμερική. Η κατασκευάστρια των διασήμων Barbie, Mattel, η PayPal, η Cisco, η Nike, η Estée Lauder και η Levi Strauss είναι μερικές μόνο από τις παγκοσμιώς γνωστές επωνυμίες που έχουν ήδη περικόψει θέσεις εργασίας.
Ακολούθησε τις τελευταίες ημέρες η γιγαντιαία αλυσίδα λιανικών πωλήσεων Macy’s που προανήγγειλε το κλείσιμο πέντε πολυκαταστημάτων και την περικοπή περισσότερων από 2.300 θέσεων εργασίας. Το γαϊτανάκι των περικοπών κόστους έχουν πιάσει και οι αεροπορικές εταιρείες, με τις χαμηλού κόστους JetBlue Airways και Spirit Airlines να προσφέρουν «μπόνους παραιτήσεων» και τη μεγάλη και ακριβότερη United Airlines να περικόπτει τα γεύματα πρώτης θέσης από κάποιους κοντινούς προορισμούς της.
HΠΑ: Οι κολοσσoί της Wall Street σφίγγουν τα λουριά στους εργαζόμενους, ευημερούν τα κέρδη
Άλλες αεροπορικές εταιρείες, όπως επίσης αυτοκινητοβιομηχανίες, όμιλοι μέσων ενημέρωσης και η γιγαντιαία μεταφορική εταιρεία UPS σταματούν την υπογραφή νέες συμβάσεων εργασίας και παύουν να χορηγούν μισθολογικές αυξήσεις πιέζοντας υψηλότερα τα λειτουργικά τους κόστη. Διότι έως μόλις προ ολίγων μηνών οι διοικήσεις των επιχειρήσεων παραπονούνταν για την «έλλειψη ταλέντων».
Όλοι παραπονούνταν την περίοδο της πανδημικής κρίσης ότι κυνηγούσαν τους εργαζομένους με το τουφέκι. Ότι πλήρωναν όσο-όσο και δεν μπορούσαν να βρουν προσωπικό για να προσλάβουν. Όλα αυτά φαίνεται πως αλλάζουν άρδην με μια ταχύτητα που δύσκολα πείθει ότι πράγματι έχουν αλλάξει τόσο τα δεδομένα. Η κερδοφορία του κάθε ομίλου που ανακοινώνει απολύσεις, μειώσεις στις παροχές και συρρίκνωση των δραστηριοτήτων του, διόλου επηρεάζει τις αποφάσεις.
Εξορθολογισμός δαπανών
Τι ήταν αυτό που άλλαξε τα δεδομένα; Απλούστατα, «όπως οι καταναλωτές νιώθουν το πορτοφόλι τους να αδειάζει γρηγορότερα λόγω του πληθωρισμού και σκέφτονται περισσότερο προτού βάλουν το χέρι στην τσέπη, έτσι και οι διοικήσεις των επιχειρήσεων αισθάνονται την πίεση από τη συγκυρία να πράξουν ανάλογα», γράφει σε εκτενές ρεπορτάζ του το CNBC.
Στην ιστοσελίδα του το CNBC σημειώνει βέβαια ότι οι αμερικανικοί επιχειρηματικοί όμιλοι κάνουν οικονομίες έχοντας το βλέμμα στραμμένο στη Wall Street. Ελπίζοντας δηλαδή ότι η αγορά «θα εκτιμήσει τις κινήσεις εξορθολογισμού των δαπανών» και να στηρίξει τη μετοχή του κάθε ομίλου που περιορίζει το λειτουργικό του κόστος ενισχύοντας, συνακόλουθα, την κερδοφορία του.
«Κόπωση του κόστους»
Είναι όμως και η αλλαγή συμπεριφοράς των καταναλωτών που συμβάλλει στο φαινόμενο. «Οι εταιρείες τα προηγούμενα χρόνια μπορούσαν να μετακυλίσουν τα υψηλότερα κόστη στους πελάτες τους, που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν όσο όσο για να αποκτήσουν υλικά αγαθά ή να απολαύσουν ταξίδια, διακοπές και άλλες υπηρεσίες. Η καταναλωτική προθυμία σταδιακά περιορίζεται και τα περιθώρια μετακύλισης του κόστους στα προϊόντα και τις υπηρεσίες έχουν στενέψει. Μοιραία τα στελέχη αναζητούν άλλους τρόπους οικονομικής διαχείρισης ή και αύξησης της κερδοφορίας των ομίλων που διοικούν», εξήγησε στο CNBC ο Γκρέγκορι Ντάκο, επικεφαλής οικονομολόγος της EY.
Ο Ντάκο υπενθύμισε ότι βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον «όπου η κόπωση του κόστους επηρεάζει όλο και περισσότερο τους καταναλωτές και τα επιχειρηματικά στελέχη». Διότι «το κόστος έχει ξεπεράσει πλέον τα προ-πανδημικά επίπεδα, είτε πρόκειται για κόστος αγαθών, εξοπλισμού, εργασίας, ακόμη και κόστος δανεισμού».
Περιμένοντας τη Fed
Είναι όμως φανερό ότι η αμερικανική αγορά εκείνο που περιμένει εναγωνίως είναι η μείωση του κόστους δανεισμού. Πέντε από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Wells Fargo και της Goldman Sachs, περιέκοψαν συνολικά περισσότερες από 20.000 θέσεις εργασίας το 2023. «Τώρα, περιμένουν να ξεκινήσουν οι μειώσεις επιτοκίων από τη Fed, μια κίνηση που θα απελευθέρωνε μετρητά για να προχωρήσουν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις», σημειώνει το CNBC.
Για την ώρα απαξάπαντες σφίγγουν το ζωνάρι. Τον Ιανουάριο, σύμφωνα με στοιχεία της Challenger, Gray and Christmas, οι αμερικανικές επιχειρήσεις ανακοίνωσαν 82.307 απολύσεις προσωπικού, υπερδιπλάσιες από εκείνες του Δεκεμβρίου. Παρά ταύτα οι απολύσεις είναι 20% λιγότερες συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2023. Στις αρχές κάθε έτους, καθώς φτάνει η περίοδος ανακοίνωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων της χρονιάς που πέρασε, οι αμερικανικές επιχειρήσεις σπεύδουν να πάρουν μέτρα «νοικοκυρέματος» για να δείξουν ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης και μεριμνούν για το μέλλον, ασχέτως αν οι επιδόσεις τους ικανοποιούν ή όχι τις αγορές.
Έως τα μέσα Φεβρουαρίου τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων που μετέχουν στο δείκτη S&P 500 είχαν ανακοινώσει κέρδη τετάρτου τριμήνου. Και κυρίως σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα των προσδοκιών της αγοράς. Συγκεκριμένα, συνολικά οι εισηγμένες στον S&P 500 ανακοίνωσαν αύξηση των κερδών τους κατά 10% σε ετήσια βάση. Οι πωλήσεις τους εμφάνισαν πιο μέτρια αύξηση της τάξεως του 3,4%.
Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι η κατάσταση μεταβάλλεται σε ό,τι αφορά την καταναλωτική συμπεριφορά των Αμερικανών. Τον Ιανουάριο οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν κατά 0,8%, περισσότερο από όσο οι ειδικοί ανέμεναν. Η εικόνα θα ξεκαθαρίσει σύντομα, καθώς εντός ολίγων εβδομάδων θα έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα μεγάλοι «παίκτες» του κλάδου λιανικής, όπως είναι η Walmart, η Target και η Home Depot.
Επιφυλακή για το 2024
Οι Αμερικανοί γίνονται πιο «σφιχτοχέρηδες», αλλά και η εικόνα των εξαγωγών δεν μοιάζει και τόσο ρόδινη για τις αμερικανικές επιχειρήσεις με την Ευρώπη να φλερτάρει με την ύφεση (ήδη η Γερμανία έχει βυθιστεί σ’ αυτήν) και την ανάπτυξη στις ασιατικές και άλλες αναδυόμενες οικονομίες να φρενάρει. Στην όχι και τόσο ρόδινη αυτή εικόνα θα πρέπει να προστεθεί και η παράμετρος του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου, που πιθανότατα θα ενταθεί αν επιστρέψει στο Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η αμερικανική οικονομία τα πηγαίνει ανέλπιστα καλά. Προ ολίγων ημερών ο οίκος Fitch απέκλεισε τον κίνδυνο ύφεσης για τις ΗΠΑ, αλλά προανήγγειλε μείωση των δαπανών ιδιωτών και επιχειρήσεων. Η πολυαναμενόμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τη Fed – και ο ρυθμός που αυτή θα προσλάβει – θα επηρεάσει ασφαλώς τις αποφάσεις όλων για δαπάνες, αφού θα φθηνύνει το χρήμα.
Για την ώρα, πάντως, «τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις κατεβάζουν τον πήχη των προϋπολογιζόμενων δαπανών τους καθώς θεωρούν ότι το 2024 ίσως δεν είναι μια τόσο φανταστική χρονιά», όπως επισήμανε ο Ντέιβιντ Σίλβερμαν της Fitch Ratings. Ας μην ξεχνάμε ότι η εφετινή είναι και μια εκλογική χρονιά, με υποψήφιους μάλιστα που ουδόλως ενθουσιάζουν τους Αμερικανούς ψηφοφόρους και τις αγορές.
Ot.gr