Δυσεπίλυτο παραμένει στις ΗΠΑ το θέμα στην αυτοδιάθεση των γυναικών στο σώμα τους και στο δικαίωμα της επιλογής στην άμβλωση ένα χρόνο μετά την κατάργηση του ομοσπονδιακού δικαιώματος των γυναικών σε αυτό που προέκυψε από την ιστορική στροφή του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ πέρυσι τον Ιούνιο προκάλεσε πονοκέφαλο για τις γυναίκες.
Στις 24 Ιουνίου 2022 το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διόρισε τρεις συντηρητικούς δικαστές, ακύρωσε την απόφασή του του 1973 «Ρόου εναντίον Γουέιντ» που διασφάλιζε το δικαίωμα των Αμερικανίδων στην άμβλωση, επιτρέποντας σε κάθε πολιτεία να νομοθετεί σχετικά.
Ήδη την ίδια ημέρα κάποιες πολιτείες απαγόρευσαν τις αμβλώσεις στο έδαφός τους, αναγκάζοντας κλινικές να κλείσουν ή να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές.
Έκτοτε οι ΗΠΑ είναι χωρισμένες μεταξύ περίπου 20 πολιτειών που έχουν απαγορεύσει ή επιβάλει μεγάλους περιορισμούς στις αμβλώσεις, και οι οποίες βρίσκονται κυρίως στον νότο και στα κεντρικά, ενώ αυτές που βρίσκονται στα ανατολικά και δυτικά παράλια υιοθέτησαν νέες εγγυήσεις.
Οι επιπτώσεις, από άποψη αριθμών, παραμένουν περιορισμένες: η οργάνωση Society of family planning κατέγραψε σε όλες τις ΗΠΑ κατά μέσο όρο 79.031 αμβλώσεις τον μήνα από τον Ιούλιο του 2022 ως τον Μάρτιο του 2023, έναντι 81.730 την περίοδο Απριλίου- Μαΐου του 2022, μείωση 3,3%.
«Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να λαμβάνουν τις αμβλώσεις που έχουν ανάγκη, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουν περισσότερα εμπόδια», συνόψισε η Ούσμα Ουπαντχιάι καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Γυναικολογίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο και μία από τις συντάκτριες της έρευνας αυτής.
«Ρώσικη ρουλέτα» η απόφαση του δικαστηρίου
Το κλείσιμο κλινικών σε περίπου 12 πολιτείες ώθησε δεκάδες χιλιάδες γυναίκες να ταξιδέψουν αλλού για να κάνουν άμβλωση. Πέρα από το οικονομικό κόστος, το να πάρουν άδεια από την εργασία τους ή να εξηγήσουν την απουσία τους στους συγγενείς τους δεν είναι πάντα εύκολο για τις γυναίκες. Παράλληλα η οργάνωση της όλης διαδικασίας καθυστερεί την ίδια την επέμβαση, πιο αργά στην εγκυμοσύνη, κάτι που μπορεί να έχει ψυχολογικές επιπτώσεις. Πέρα από τον κίνδυνο για την υγεία τους.
Σε προσφυγή της η Άνα Ζαργκάριαν, κάτοικος Τέξας, εξηγεί ότι ο αμνιακός της σάκος έσπασε πολύ νωρίς και το έμβρυο δεν είχε πιθανότητες επιβίωσης, αλλά αναγκάστηκε να πάει ως το Κολοράντο για να το αφαιρέσει. Η πτήση ήταν «τρομακτική»: «ήταν σαν να έπαιζα ρώσικη ρουλέτα: μπορεί να παρουσίαζα αιμορραγία, μόλυνση ή να ξεκινούσε ο τοκετός ανά πάσα στιγμή».
Στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης οι Αμερικανίδες μπορούν να χρησιμοποιήσουν το χάπι άμβλωσης. Αλλά ακόμη και αυτό είναι παράνομο σε πολλές πολιτείες και όσες καταφέρνουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτό μέσω του διαδίκτυο ή μέσω δικτύων βοήθειας «κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν ποινικές κυρώσεις», επεσήμανε η Ουπαντχιάι.
Και όσες αναγκάζονται να φέρουν σε πέρας την εγκυμοσύνη είναι κυρίως «οι πιο φτωχές μεταξύ των φτωχών» και, με δεδομένες τις βαθιές φυλετικές ανισότητες στη χώρα, συχνά Αφροαμερικανίδες ή ισπανόφωνες, σημειώνει η ειδικός.
Δικαστική μάχη και για το χάπι της άμβλωσης
Η Ουπαντχιάι εκτιμά ότι το μέλλον είναι αβέβαιο. Εδώ και έναν χρόνο πολύ δωρητές έχουν κινητοποιηθεί για να βοηθήσουν τις γυναίκες, «αλλά σε έναν ή δύο χρόνια οι ιδιωτικές προσπάθειες θα εξαντληθούν», προβλέπει.
Παράλληλα το νομικό πεδίο παραμένει ασαφές. Για κάθε περιοριστικό νόμο υπάρχει προσφυγή στη δικαιοσύνη και η έκβαση αυτών των περισσότερων προσφυγών δεν είναι γνωστή. Όμως μεγαλύτερη αβεβαιότητα επικρατεί για το χάπι της άμβλωσης.
Τον Απρίλιο ομοσπονδιακό δικαστήριο ανέστειλε την άδεια που είχε λάβει η ουσία μιφεπριστόνη από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) το 2000. Έκτοτε πέντε εκατομμύρια γυναίκες την έχουν χρησιμοποιήσει. Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διατήρησε προς το παρόν ελεύθερη την πρόσβαση στο ευρέως χρησιμοποιούμενο χάπι άμβλωσης, όμως η δικαστική μάχη αναμένεται να συνεχιστεί.
Η μάχη συνεχίζεται και στην πολιτική αρένα
Υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν οι Δημοκρατικοί έχουν αναγάγει την υπεράσπιση του δικαιώματος στην άμβλωση σε βασική τους προτεραιότητα. Η στρατηγική αυτή φαίνεται να τους γλίτωσε από την πανωλεθρία που προμηνυόταν στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.
Η αποτυχία δημοψηφισμάτων για την επιβολή περαιτέρω περιορισμών στις αμβλώσεις στις συντηρητικές πολιτείες Κάνσας και Κεντάκι αποτέλεσαν πλήγμα αλλά και καμπανάκι για τους Ρεπουμπλικάνους.
Προκειμένου να ικανοποιήσουν τη χριστιανική δεξιά, μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους, οι Ρεπουμπλικάνοι πιέζουν για την υιοθέτηση ιδιαίτερα περιοριστικών νομοθεσιών σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, για να μην αποξενώσουν τους πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους, εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί σε ομοσπονδιακό επίπεδο, παρά τις πιέσεις των οργανώσεων κατά των αμβλώσεων.
Μία από αυτές, η SBA Pro- Life, έχει ανακοινώσει ότι στις προεδρικές εκλογές του 2024 δεν θα στηρίξει παρά μόνο υποψήφιους που θα δεσμευθούν ότι θα προωθήσουν νομοθεσία που θα περιορίζει την άμβλωση σε όλη τη χώρα. Ο Τραμπ, που δηλώνει «έθαψα το Ρόου εναντίον Γουέιντ», προς το παρόν είναι το φαβορί.