Στα αίτια που προκάλεσαν την πτώση του μονοκινητήριου αεροσκάφους, η οποία κόστισε τη ζωή στον 68χρονο Ινδονήσιο συγκυβερνήτη, στρέφεται το ενδιαφέρον μία ημέρα μετά το αεροπορικό δυστύχημα που κινητοποίησε τις τοπικές αρχές.
Την έρευνα θα αναλάβει η Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων, που είναι το αρμόδιο όργανο για την διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων στην Ελλάδα. Κλιμάκιό της αναμένεται προσεχώς να έρθει στο Ηράκλειο για τον σκοπό αυτό, ενώ τις επόμενες ώρες θα γίνει η νεκροψία – νεκροτομή που θα δείξει τα αίτια του θανάτου του 68χρονου. Φως στην υπόθεση αναμένεται να ρίξει τόσο η κατάθεση του 26χρονου κυβερνήτη από τη Νότια Αφρική, ο οποίος αφού υποβλήθηκε στις αναγκαίες προληπτικές εξετάσεις, βγήκε από χθες το απόγευμα από το νοσοκομείο και επέστρεψε στο ξενοδοχείο του. Ωστόσο, τις απαντήσεις στο τι ακριβώς συνέβη θα δώσουν οι πραγματογνώμονες που θα εξετάσουν τα συντρίμμια του αεροσκάφους, το οποίο βυθίστηκε χθες το πρωί, μπροστά στα μάτια του 26χρονου κυβερνήτη και των ανδρών των σωμάτων ασφαλείας που είχαν σπεύσει στο σημείο.
Ανατριχιαστική είναι η περιγραφή του υπαρχιφύλακα της Άμεσης Δράσης Γιάννη Κουρούπη στην ΕΡΤ Ηρακλείου για τα όσα είδαν οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες που έφτασαν πρώτοι στο σημείο: “Το αεροσκάφος έβγαζε αφρό και οι επιβάτες κολυμπούσαν, προσπαθούσαν να απομακρυνθούν για να μην τους παρασύρει η δίνη προς τα κάτω. Ήταν πολύ τρομακτικό να το βλέπεις μπροστά σου. Κάποιος να καλεί σε βοήθεια, εμείς να είμαστε απλά θεατές, ακροβολισμένοι στα βράχια και γύρω γύρω να μην υπάρχει τίποτα πλωτό. Μας είπε το Κέντρο Επιχειρήσεων ότι έχουν ενημερωθεί άπαντες και σπεύδουν στο σημείο, οπότε γνωρίζαμε ότι έρχεται βοήθεια από θαλάσσης – μετά ήρθε και ελικόπτερο του Στρατού – αλλά θέλαμε να κερδίσουμε χρόνο, να πλησιάσουμε τους πιλότους, γιατί δεν είχαν σωσίβια”.
Μπροστά σε αυτή την εικόνα, τα αντανακλαστικά του ίδιου, αλλά και δύο πυροσβεστών που ήδη έβγαζαν τα ρούχα τους για να βουτήξουν, ήταν άμεσα. Χωρίς δεύτερη σκέψη έπεσαν στη θάλασσα και άρχισαν να κολυμπούν προς το μέρος των δύο ανδρών, παρά τα ισχυρά ρεύματα που θα εμπόδιζαν επιστροφή τους στην ακτή.
Όταν έφτασαν στον πιλότο, ο ίδιος ήταν εξαντλημένος, δε μπορούσε πια να κολυμπήσει, ενώ από τα μέσα της διαδρομής είχαν χάσει από το οπτικό τους πεδίο τον δεύτερο επιβάτη. “Μας έλεγε: “I am done, είμαι τελειωμένος, μέχρι εδώ ήταν”. Είχε πάθε σοκ, έτρεμε ολόκληρος, γιατί είχε πάθε υποθερμία, φώναζε: “πού είναι ο συνάδελφός μου; δεν τον βλέπω. Τελευταία φορά μου είπε βοήθησέ με, δε μπορώ να κολυμπήσω άλλο και μετά τον έχασα. Πού είναι; Βρείτε τον”. Του έλεγα, πες μου το όνομά του να τον φωνάξουμε, μη φοβάσαι, εδώ είμαστε όλοι μαζί, έρχονται δυνάμεις. Του δίναμε κουράγιο” αφηγείται ο κ. Κουρούπης.
Περιγράφει, μάλιστα, τη σκηνή που τον σόκαρε: “Έβαλα το κεφάλι μου στο νερό να αναζητήσω το άτομο που δε βλέπαμε. Τα νερά ήταν πεντακάθαρα και είδα ολόκληρο το αεροπλάνο να βυθίζεται ακόμα. Κατέβαινε και έβγαζε αφρούς, ένα τεράστιο πράγμα, το έβλεπα μεγεθυμένο, έρμαιο στο βυθό κι εμείς από πάνω. Λέω μέσα μου, κολύμπα Γιάννη, γιατί εκεί θα πας κι εσύ”. Η αγωνία και ο φόβος ήταν εκεί. Όπως εξηγεί: “Κάθε λεπτό σου φαίνεται αιώνας μέσα στο νερό, όταν ο άλλος φωνάζει, σου λέει ότι δε μπορεί άλλο, προσπαθείς να τον κρατήσεις στην επιφάνεια, να κρατηθείς κι εσύ και παράλληλα να κολυμπάς”.
Η αγωνία διαδέχθηκε την ανακούφιση όταν έφτασε το σκάφος του Λιμενικού και το ελικόπτερο. Όπως λέει ο κ. Κουρούπης: “Μας πέταξαν σωσίβιο, βάλαμε τον πιλότο πάνω να ξεκουραστεί κι εμείς κολυμπούσαμε δίπλα του. Ένας συνάδελφος της Πυροσβεστικής κατέβαλε τιτάνια προσπάθεια να πάει να πιάσει τον άλλο κυβερνήτη που δεν είχε πλέον αισθήσεις, τον βλέπαμε να πλέει στην επιφάνεια της θάλασσας. Τον έφερε στο σκάφος και αμέσως ξεκινήσαμε μαλάξεις μέχρι να φτάσουμε στο λιμάνι του Ηρακλείου. Απομακρύναμε τον κυβερνήτη από τη θέα του συναδέλφου του – σε κατάσταση σοκ ούρλιαζε που τον έβλεπε χωρίς τις αισθήσεις του, τον τυλίξαμε με κουβέρτες και τον βάλαμε στην καμπίνα του σκάφους του Λιμενικού. Εμείς επί 30 – 40 λεπτά ασχοληθήκαμε με την καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση και κάναμε αλλαγές μεταξύ μας για να ξεκουραζόμαστε”.
Ερωτηθείς σχετικά με το πώς πήρε την απόφαση να βουτήξει χωρίς κανένα μέσο, σωσίβιο ή βατραχοπέδιλα, απαντά πως ένιωσε την ανάγκη να βοηθήσει τόσο τους επιβάτες του αεροσκάφους όσο και τους δύο συναδέλφους του, πυροσβέστες που έμπαιναν ήδη στη θάλασσα. “Αυτό σου βγαίνει εκείνη τη στιγμή ενστικτωδώς και αυθορμήτως. Εννοείται ότι βάζεις σε δεύτερη μοίρα τον κίνδυνο, γιατί αλλιώς δεν θα βουτήξεις στο νερό. Πρέπει να το κάνεις, αλλιώς δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα. Είναι σα να βλέπω ζωντανά κάποιον να πεθαίνει κι εγώ απλά να τον κοιτάζω ή να τραβάω βίντεο. Είναι τρομερό. Δε βλέπαμε ταινία εκείνη τη στιγμή. Ήταν πραγματικότητα και έπρεπε κάτι να κάνουμε. Και πάλι, στο τέλος, σου μένει μια πικρία για τον άνθρωπο που έφυγε και εκείνους που αφήνει πίσω του” προσθέτει.
Αναφέρει ακόμα πως αυτό που έκανε ο ίδιος και οι δύο πυροσβέστες θα το έκαναν πολλοί ακόμη συνάδελφοί τους. Όπως λέει, το επίπεδο στην ΕΛΑΣ και στα Σώματα Ασφαλείας έχει ανέβει με την εισαγωγή πολλών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και προσθέτει: “Τα περισσότερα παιδιά είναι ψημένα στον κίνδυνο και νομίζω ότι αυτοί που είναι έξω και μπορούν να προσφέρουν δεν διστάζουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό θα δράσει ανάλογα σε αντίστοιχες καταστάσεις”.