Οι Podemos απορρόφησαν ένα αρκετά μεγάλο μέρος των κραδασμών
που ανατάραξαν την Ισπανία από την αρχή της κρίσης
Γράφει ο Κωστής Κορνέτης
Η Ισπανία μόλις έζησε την πιο κρίσιμη εκλογική της αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών. Το διακύβευμα των εκλογών της 20ής Δεκέμβρη 2015 είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τον γενικότερο μετασχηματισμό του πολιτικού τοπίου. Είναι η πρώτη φορά από το 1977 και μετά, δηλαδή από τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά το θάνατο του Φράνκο, που κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, στην προκειμένη περίπτωση το Partido Popular (Λαϊκό Κόμμα) και το PSOE (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), δεν απέκτησε αυτοδυναμία.
Το PP, παρότι πρώτο κόμμα, έχασε 3,5 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με το 2011 και υπολείπεται 53 ολόκληρες έδρες για να αποκτήσει τις πολυπόθητες 176 και να σχηματίσει κυβέρνηση. To PSOE συνέχισε να υφίσταται αιμοραγία ψήφων και, ενώ περίμενε πως θα εκμεταλλευτεί τη γενική δυσαρέσκεια με τις πολιτικές της κυβέρνησης, έχασε κι αυτό 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Οι Podemos, ένα κόμμα που θέρισε την πολιτική σπορά της αγανάκτησης και των πλατειών του 2011, και οι Ciudadanos, ένα κεντρώο φιλελεύθερο κόμμα που ξεκίνησε απο την Καταλωνία, κέρδισαν 5 και 3,5 εκατομμύρια νέους ψηφοφόρους και 69 και 40 έδρες αντίστοιχα στο Κοινοβούλιο, παρά το γεγονός πως το εκλογικό σύστημα πριμοδοτεί τους μεγάλους σχηματισμούς. Οι νέοι αυτοί δυναμικοί παίκτες στο ισπανικό πολιτικό παιχνίδι σφράγισαν έτσι με την παρουσία τους το οριστικό τέλος του ισπανικού δικομματισμού ύστερα από 40 χρόνια απόλυτης ηγεμονίας.
Η προεκλογική καμπάνια, που ήταν από τις πιο ζωντανές των τελευταίων ετών, με τα ντιμπέιτ να χτυπάνε ρεκόρ τηλεθέασης, χαρακτηρίστηκε απο την επιδεικτική απουσία του συντηρητικού πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι και,αντιθέτως, από την άνεση με την οποία εμφανίζονταν στα μέσα επικοινωνίας οι δύο νεότευκτοι σχηματισμοί. Ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ, νέος και λαμπερός, αλλά χωρίς ουσιαστικό πολιτικό λόγο, επιτέθηκε σφόδρα στον ηγέτη του PP για τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και τις πολιτικές λιτότητας των τελευταίων χρόνων, αλλά δεν έπεισε πως αποτελεί πειστική εναλλακτική. Κεντρικό διακύβευμα, βεβαίως, το θέμα της οικονομίας: παρά το γεγονός πως η Ισπανία επέστρεψε στην ανάπτυξη με ρυθμούς της τάξης του 3%, οι πολίτες δεν έχουν νιώσει μεγάλη αλλαγή ακόμα στην καθημερινότητά τους, με την ανεργία να παραμένει αρκετά υψηλή. Και ενώ ο Ραχόι περηφανεύεται πως όλο και περισσότεροι άνεργοι βρίσκουν απασχόληση χάρη στις κινήσεις της κυβέρνησής του, στην πραγματικότητα ένας στους πέντε Ισπανούς συνεχίζει να μην έχει δουλειά, ενώ το 53% των νέων ανθρώπων που βρήκαν απασχόληση δουλεύει σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας, με συμβόλαια του ενός μηνός.
Η διαφθορά είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα των ισπανικών πολιτικών ελίτ που έθιξαν κατά κόρον τα δύο νέα κόμματα, με συνεχείς αναφορές στα απανωτά σκάνδαλα που έπληξαν καίρια το συντηρητικό κόμμα τα τελευταία χρόνια, αλλά και τη σύγκρουση συμφερόντων που χαρακτηρίζει τη νομενκλατούρα του PSOE.
Τέλος, ένα ζήτημα που «καίει» την ισπανική κοινωνία και αποτυπώθηκε και στην προεκλογική εκστρατεία, εξελισσόμενο σε μείζον θέμα των εκλογών, είναι αυτό της Καταλωνίας, που ζητά την ανεξαρτησία της. Το μόνο κόμμα το οποίο σφυγμομέτρησε σωστά την καταλανική κοινή γνώμη μετά το σοκ των τοπικών εκλογών του Σεπτεμβρίου είναι οι Podemos, οι οποίοι παρουσιάστηκαν υπέρ ενός δημοψηφίσματος, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, για τους οποίους κάτι τέτοιο αποτελεί ανάθεμα. Η χαρισματική παρουσία της δημάρχου της Βαρκελώνης Άντα Κολάου στις τάξεις των Podemos έπαιξε καθοριστικό ρόλο, εφόσον συμβολίζει και τη διασύνδεση της νέας πολιτικής με την πραγματική κοινωνία, και το κίνημα από τα κάτω εναντίον των εξώσεων, στο οποίο η ίδια δραστηριοποιούνταν για χρόνια.
Τα παλιά κόμματα καταγράφουν επίσης εξαιρετικά χαμηλή απήχηση στους νέους. Ειδικά το PP απέσπασε τα πιο υψηλά του ποσοστά στις ηλικίες από 65 και πάνω, ενώ σε όλες τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες βγήκε τέταρτο. Ούτε και οι σοσιαλιστές αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ελκυστικοί για τους νέους ψηφοφόρους, που εξέφρασαν θυμό για τη γενικευμένη διαφθορά, το πελατειακό σύστημα και την έλλειψη νέων ευκαιριών. Και ενώ οι Podemos, αντιθέτως, θριάμβευσαν στις νέες ηλικίες αλλά φόβισαν τους μεγαλύτερους, οι Ciudadanos, όπως ακριβώς το δικό μας Ποτάμι, με το οποίο συγγενεύουν, με σταθερές αναφορές στην ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είχαν πολύ χαμηλή απήχηση στις μη αστικές περιοχές τις χώρας.
Παρότι το ελληνικό ζήτημα υποτίθεται πως θα έπαιζε ρόλο στις εκλογές, τελικά η επιρροή του ήταν περιορισμένη. Στα διάφορα τηλεοπτικά ντιμπέιτ, τα κόμματα αναφέρονταν αρνητικά στην Ελλάδα, και κυρίως όταν έκαναν επίθεση στους Podemos για έλλειψη προγράμματος, δημαγωγία και λαϊκισμό αντίστοιχο με αυτόν του Σύριζα. Όλοι ανεξαιρέτως –το PP, οι Ciudadanos, αλλά κυρίως οι σοσιαλιστές, που συναγωνίζονταν με τους Podemos για τις ίδιες πάνω-κάτω ψήφους αναποφάσιστων– χρησιμοποιούσαν τη χώρα μας ως αρνητικό παράδειγμα, λέγοντας «Θέλετε να μας κάνετε σαν την Ελλάδα». Ο 35χρονος δικηγόρος και ηγέτης των Ciudadanos Αλμπέρτ Ριβέρα είπε χαρακτηριστικά στον 37χρονο καθηγητή πολιτικής επιστήμης Πάμπλο Ιγκλέσιας: «Εσείς θέλετε να μας μετατρέψετε σε Ελλάδα και Βενεζουέλα, ενώ τα δικά μας πρότυπα είναι η Γερμανία και η Δανία». Ενώ όμως όλο αυτό δεν βάρυνε τελικά στην ψήφο των Ισπανών, το καλό αποτελεσμα των Podemos και η τρίτη θέση που απέσπασαν –παρότι κόμμα με παρουσία ενός μόλις χρόνου– θα μπορούσε να ενισχύσει τον Σύριζα και την αίσθηση πως δεν είναι απελπιστικά μόνος μέσα στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, ειδικά μετά και τις πορτογαλικές εκλογές και την κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα, με τη υποστήριξη του Μπλόκου της Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας.
Μένει να δούμε τι θα προκύψει από όλα αυτά. Είναι άγνωστο κατά πόσο οι Καταλανοί αυτονομιστές του κόμματος Εsquerra Republicana θα συνεργαστούν με τους σοσιαλιστές και τους Podemos για να δημιουργήσουν μια κυβέρνηση στα πορτογαλικά πρότυπα, παρά τις τεράστιες διαφορές που τους χωρίζουν. Κάποιοι, αντίθετα, μιλάνε για το ότι μαγειρεύεται ένας «μεγάλος συνασπισμός» μεταξύ σοσιαλιστών και συντηρητικών, υπό τη σημερινή αντιπρόεδρο του PP Σοράγια Σάενθ Σανταμαρία, για να σώσουν το τομάρι του καταρρέοντος δικομματισμού.
Όπως και να ’χει πάντως, τα δύο νέα κόμματα αναδεικνύονται σε ρυθμιστές των εκλογών, με τους Podemos σαφώς πιο ισχυρούς από τους Ciudadanos, που, ενώ έδειχναν να έχουν μια μεγάλη δυναμική, ξέμειναν από δυνάμεις τις τελευταίες εβδομάδες της εκστρατείας. Αντίθετα, ο Ιγκλέσιας ανέβηκε εντυπωσιακά στις τελευταίες μετρήσεις και βγήκε νικητής με άνεση στα καθοριστικά ντιμπέιτ στα οποία συμμετείχε, με ένα λόγο κριτικό, ενίοτε επιθετικό, αλλά πάντοτε μεστό, άμεσο και ρηξικέλευθο, που εστίαζε στα νεωτερικά στοιχεία του κόμματός του και την πεισματική άρνηση της πολιτικής ετικέτας και των παραδοσιακών συμβόλων της Αριστεράς. Σε μεγάλο βαθμό, το κόμμα του απορρόφησε ένα αρκετά σημαντικό μέρος των κραδασμών που ανατάραξαν την Ισπανία από την αρχή της κρίσης και μετά. Είναι αξιοσημείωτο εδώ πως στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, και σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ισπανία δεν υπάρχει κόμμα που να εκφράζει την Άκρα Δεξιά, αντίστοιχο του Front National στη Γαλλία ή της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα. Οι ακροδεξιές ψήφοι αφομοιώνονται παραδοσιακά είτε από το PP, είτε από ένα κομμάτι των τοπικών εθνικιστικών κομμάτων, τα οποία αρθρώνουν συχνά έναν ταυτοτικό λόγο με έντονα ξενοφοβικά στοιχεία.
Όλα αυτά πάντως είναι πρωτόγνωρα για την ισπανική πολιτική κουλτούρα και δημιουργούν και μεγάλες προσδοκίες σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Οι Podemos χρησιμοποίησαν κατά κόρον αυτό το στοιχείο στο λόγο τους, λέγοντας πως οι πολίτες «γράφουν Ιστορία». Στη νέα αυτή κατάσταση η πολιτική τράπουλα ανακατεύτηκε με τέτοιον τρόπο που ακόμα και οι πιο έμπειροι δημοσκόποι απέτυχαν να προβλέψουν έστω και οριακά την έκβαση των εκλογών.
Πάντως οι συζητήσεις και οι επαφές μεταξύ των κομμάτων ξεκίνησαν ήδη, με τα πράγματα να παραμένουν εξαιρετικά αμφίρροπα και το PP να δηλώνει πως θα εξαντλήσει τη διερευνητική του εντολή – παρά το γεγονός πως το άθροισμα των εδρών του με αυτές των Ciudadanos υπολείπεται αρκετά της πλειοψηφίας. Τα κόμματα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχουν περίπου δύο μήνες στη διάθεσή τους για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Μένει να δούμε αν θα σχηματιστεί η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού, και τι είδους, κυβέρνηση μειοψηφίας, ή θα ακολουθήσει διενέργεια νέων εκλογών, που θα βάλει τη χώρα σε κατάσταση παρατεταμένης αστάθειας. Όπως και να ’χει, και σύμφωνα με τον προσφιλή όρο του Πάμπλο Ιγκλέσιας, ίσως αυτό είναι όντως μια νεα transición, κοινώς η αρχή μιας νέας Μεταπολίτευσης για την Ισπανία.
(Περιοδικό Χρόνος)