Γράφει ο Ceteris Paribus
Παρόλο που στην προκείμενη περίπτωση το «una faccia, una razza» δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο, οι Ιταλοί ψηφοφόροι φαίνονται έτοιμοι να πάρουν αυτή την Κυριακή 4 Μαρτίου τη σκυτάλη από τους Γερμανούς και να δημιουργήσουν άλλο ένα «υπόδειγμα» προβληματικής διακυβέρνησης, αδυναμίας των main streem κομμάτων του συστημικού τόξου να δώσουν στιβαρές λύσεις, αλλά και ανόδου και «κανονικοποίησης» της ακροδεξιάς.
Και μόνο το γεγονός ότι ένα από τα βασικά σενάρια για την «επόμενη μέρα» είναι ο νέος πρωθυπουργός να είναι άνθρωπος του Μπερλουσκόνι και υπουργός Εξωτερικών να τοποθετηθεί ο ηγέτης της Λέγκας του Βορρά, είναι πολύ εύγλωττο. Αλλά και το άλλο βασικό σενάριο, κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς, όταν στην κεντροδεξιά περιλαμβάνονται «δόξη και τιμή» όχι μόνο η ακροδεξιά και με έντονα νεοφασιστικά στοιχεία Λέγκα του Βορρά αλλά και το ακόμη δεξιότερα κινούμενο «Fratelli d’ Italia», δείχνει σε τι… αναξιοπρεπείς, αδιανόητους και ασταθείς συμβιβασμούς μπορεί να εξαναγκάσει τις παραδοσιακές συστημικές δυνάμεις η πολιτική ρευστότητα.
Εξίσου ενδεικτικό για την αστάθεια των όποιων κυβερνητικών λύσεων της επόμενης μέρας και για τη χαώδη πολιτική γεωμετρία της Ιταλίας είναι το γεγονός πως ενώ δεν αποκλείεται να συγκυβερνήσουν ο Μπερλουσκόνι και η Λέγκα του Βορρά με τον Ρέντσι και τον Τζεντιλόνι, όλα τα σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης αποκλείουν το κόμμα που μετά βεβαιότητος θα αναδειχθεί πρώτο στις εκλογές: το Κίνημα των Πέντε Αστέρων.
Τέλος, αν θέλουμε και ένα επιπλέον μέτρο του ιταλικού πολιτικού προβλήματος, ας πάρουμε υπόψη μας ότι δύο καθαρά νεοφασιστικά μορφώματα, το Forza Nuova και το Casa Pound έχουν αξιόλογες πιθανότητες να μπουν στη Βουλή.
Οι δημοσκοπήσεις
Στις δημοσκοπήσεις μετριούνται ένα κόμμα (το Κίνημα Πέντε Αστέρων) και δύο… συμμαχίες: της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Οι δημοσκοπήσεις φέρουν πρώτο κόμμα το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, με ποσοστό που κυμαίνεται από 26,3 έως και 33%. Βάζοντας στο παιχνίδι όμως και τις ευρύτερες συμμαχίες, η κεντροδεξιά συμμαχία συγκεντρώνει το 37,5% και αναδεικνύεται σε πρώτη πολιτική δύναμη. Τα ποσοστά των επιμέρους κομμάτων που απαρτίζουν τη συμμαχία απεικονίζονται στις δημοσκοπικές προβλέψεις ως εξής: Forza Italia (του Σίλβιο Μπερλουσκόνι) 15,9%, Λέγκα του Βορρά (του Ματέο Σαλβνίνι) 14,8% και Fratelli d’ Italia (της Τζόρτζια Μελόνι) 5%.
Η άλλη πολιτική «οικογένεια», της κεντροαριστεράς, εμφανίζεται και αποδυναμωμένη δημοσκοπικά και ασταθής. Το Δημοκρατικό Κόμμα (με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι και τον νυν πρωθυπουργό Πάολο Τζεντιλόνι) εμφανίζεται με ποσοστό 21,3% ενώ ένα σημαντικό 6% αποσπά το νέο κόμμα Liberi e Uguali (Ελεύθεροι και Ίσοι), του οποίου ηγούνται οι πρώην ηγέτες του Δημοκρατικού Κόμματος Μάσιμο ντ’ Αλέμα και Πιερλουίτζι Μπερσάνι, καθώς και ο παλαίμαχος δικαστής που πολέμησε τη μαφία Πιέτρο Γκράσο.
Τόσο ο συνολικός συσχετισμός δύναμης όσο ο εσωτερικός συσχετισμός δύναμης εντός των δύο μεγάλων οικογενειών, παραπέμπει σε ηγεμονική παρουσία της κεντροδεξιάς στην όποια κυβέρνηση, στην οποία δεν θα είναι ισχυρός μόνο ο λόγος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αλλά και της Λέγκας του Βορρά…
Οι ψηφοφόροι… ξανατρελαίνονται
Μένει βεβαίως να επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, όχι ως προς τα ποσοστά (που κανείς δεν το πιστεύει) αλλά ως προς το γενικό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ κεντροδεξιάς – κεντροαριστεράς και Κινήματος Πέντε Αστέρων, για να αρχίσει να ξεκαθαρίζει το μετεκλογικό σκηνικό και οι όροι σχηματισμού ή μη κυβέρνησης. Ωστόσο, οι τάσεις είναι ήδη ξεκάθαρες: βαδίζουμε για άλλη μια νίκη του ακροδεξιού λαϊκισμού (που εκπροσωπείται από το σύνολο της κεντροδεξιάς με αυξανόμενη… ένταση, καθώς μετατοπιζόμαστε από το Forza Italia στη Λέγκα του Βορρά και το Fratelli d’ Italia), αλλά και ενός αντισυστημικού κινήματος (Πέντε Αστέρια) πολιτικά «αταξινόμητου» και γι’ αυτό πιο επίφοβου.
Τι «τρελαίνει» τους ψηφοφόρους ώστε να κάνουν τόσο «ανεπιθύμητες» επιλογές στις κάλπες; Η απάντηση είναι απλή: τα βάσανα της καθημερινότητας. Σύμφωνα με το Reuters, ο αριθμός των Ιταλών που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας ξεπέρασε τα 4,7 εκατ. ήδη από το 2016, ενώ οι ρυθμίσεις για την «ευέλικτη εργασία» έχουν δημιουργήσει ένα εκτεταμένο κοινωνικό στρώμα εργαζόμενων ή ημι-άνεργων φτωχών, μειώνοντας στα χαρτιά τα ποσοστά ανεργίας αλλά ευνοώντας παράλληλα των επέκταση της εποχικής και περιστασιακής εργασίας, γενικά των «ευέλικτων» μορφών εργασίας, μειώνοντας την ποιότητα της εργασίας και τις αμοιβές.
Τα στοιχεία είναι ανάλογα μα τα ελληνικά: το 60% των νεοεισερχομένων και περιστασιακά εργαζομένων απασχολούνται για λιγότερο από 3 ημέρες την εβδομάδα, ή για λιγότερο από 4 ώρες την ημέρα, ενώ όσοι εργάζονται στην παροχή υπηρεσιών δεν αμείβονται με την ώρα, αλλά με βάση τον αλγόριθμο παραγωγικότητας της κάθε εταιρείας.
Η απάντηση στο «γιατί ‘‘τρελαίνονται’’ οι ψηφοφόροι» είναι μία και μόνη λέξη: ανασφάλεια. Η οποία τείνει να γενικευτεί σε μια οικονομία που δεν μπορεί να «ξεκολλήσει» από τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Πάνω σε αυτή, τη θεμελιώδη πηγή ανασφάλειας έρχεται να προστεθεί το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Ιταλία είναι, όπως και η Ελλάδα, πύλη εισόδου μεταναστών και αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με την Ελλάδα: είναι μόνη με το πρόβλημα, με την Ευρώπη να αδιαφορεί επιδεικτικά.
Είναι αυτές οι συνθήκες που δίνουν φτερά στη ρατσιστική, ξενοφοβική και επιθετική προπαγάνδα της πολυκέφαλης άκρας δεξιάς και των νεοφασιστικών δυνάμεων.
Η Ευρώπη των πολιτικών… βάλτων
Ανεξάρτητα από τα αν, πόσο γρήγορα και πόσο… αξιόπιστα θα σχηματιστεί η επόμενη ιταλική κυβέρνηση ύστερα από τις εκλογές της Κυριακής, η Ευρώπη κατατρύχεται από το σύνδρομο του «πολιτικού βάλτου». Γενικευμένη άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού, αποδυνάμωση των mainstream συστημικών δυνάμεων της κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς, γενικευμένη ανασφάλεια που τροφοδοτεί την «προβληματική» ψήφο, αδυναμία σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων. Η Γερμανία διάγει τον 6ο μήνα χωρίς σχηματισμό κυβέρνησης, η άκρα δεξιά εγκαταστάθηκε στους κυβερνητικούς θώκους στην Αυστρία, και από Δευτέρα η Ιταλία…
Υπ’ αυτούς τους όρους, είναι μάλλον προφανές ότι δεν υπάρχουν τα «στιβαρά χέρια» που θα πάρουν τη «νέα Ευρώπη» που υποσχέθηκαν οι Μέρκελ και Μακρόν για να την οδηγήσουν με τολμηρά βήματα έξω από το βάλτο. Η Ευρώπη θα ελίσσεται και ισορροπεί στους πολιτικούς της βάλτους, μέχρι μια νέα σοβαρή δοκιμασία να βρεθεί στο δρόμο της.