Του Σπύρου Ριζόπουλου
Κατά τη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης έχω τοποθετηθεί, εκφράζοντας την επιφύλαξη μου, στους χειρισμούς του Υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια.
Πράγματι, όσο μου επιτρέπει η εμπειρία μου στα κοινά και στη πολιτική στρατηγική, είχα διαπιστώσει ότι αργούσε να βρει τα βήματα του, με αποκορύφωμα την αστοχία της ετερόχρονης διαχείρισης του Συμφώνου μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα τον παρακολουθούσα περιμένοντας να δω πότε θα αντιληφθεί τον παγκόσμιο χάρτη, πότε θα φύγει από τα στενά πλαίσια της «comme il faut» αντίληψης κρατικοδίαιτων ενδοτικών «καθηγητάκων» διεθνών σχέσεων που κατακλύζουν τα πολιτικό μας σύστημα, κατέχοντας δυστυχώς, θέσεις ευθύνης στην εκτελεστική εξουσία, στο κοινοβούλιο και στη δημόσια διοίκηση ευρύτερα, εκπροσωπώντας όλους τους κομματικούς φορείς της χώρας.
Πράγματι, είχα απογοητευτεί και απευχόμουν την όποια εξέλιξη που θα έφερνε την προσφυγή στη Χάγη διότι ένιωθα την αδυναμία της διαχείρισης όχι γιατί αμφισβητούσα την προσπάθεια, αλλά αμφισβητούσα το πόσο «μακριά» για την πατρίδα θα έφτανε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ξαφνικά, «φοβισμένα» στην αρχή, άρχισα να τον ακούω να ψελλίζει ότι «η μόνη συζήτηση για τη Χάγη είναι για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα». Είναι αληθές ότι μπορεί να το ψέλλιζε πιο νωρίς… αλλά άρχισε «να ακούγεται» εδώ και κάποιους μήνες.
Η πρώτη διαφοροποίηση του κ. Δένδια από τον «παλιό Δένδια» επήλθε πριν μήνες όταν τόλμησε δειλά και έσπασε επικοινωνιακά το ταμπού της «τυφλής» υπακοής στην «άχρωμη» και «άγευστη» Γερμανία.
Η επίσκεψη στην Άγκυρα λοιπόν ήταν η δική του στιγμή.
Δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες για το τι ζούμε ως Έλληνες εδώ και μερικές ημέρες.
Θέλω να σταθώ λοιπόν στο τι πέτυχε.
Πρώτον, το «αστικό» ξέσπασμα του αδικημένου με επιχειρήματα έδωσε μία ανάσα εθνικής υπερηφάνειας σε μία στιγμή που η χώρα μας και οι πολίτες της λυγίζουμε από το αδιέξοδο ενός ιικού πολέμου, που μόλις τολμήσουμε να ανασάνουμε μας κατατρέχει μία εσωτερική ψυχική ζύμωση αδιεξόδου για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Το αυθόρμητο «ξέσπασμα» καθότι ήταν σαφές ότι μπορεί να είχε στοιχεία προετοιμασίας και σίγουρα υπήρχε πλαίσιο σε απόλυτη ταύτιση με το Πρωθυπουργό, χωρίς όμως να είναι επιτηδευμένο, μας έκανε όλους να αφήσουμε τη ματαιοδοξία πίσω μας έστω και για λίγες ώρες ή μέρες, και να καταστήσει ξεπερασμένη την επαναστατική «γυμναστική» δίνοντας την απάντηση που θα ήθελε να δώσει ο μέσος Έλληνας με λίγα «διακοσμητικά».
Ο Δένδιας απάντησε στον Τσαβούσογλου ωσάν να έλεγε «είμαι ευγενής, δεν είμαι αφελής».
Θα τολμούσα να στοιχηματίσω ότι ακόμη και η Γερμανίδα Πρόεδρος της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν, σε κάποια γωνία αναφώνησε «yes» παίρνοντας την εκδίκησή της για την απαράδεκτη συμπεριφορά Ερντογάν πριν μερικές ημέρες, ενώ σίγουρα δικαιώνεται και ο τολμηρός κ. Ντραγκι με τις πρόσφατες δηλώσεις του στις οποίες αποκάλεσε τον Ερντογάν «δικτάτορα».
Δεύτερον, διέλυσε την παγκόσμια προσπάθεια της τουρκικής «κουτοπόνηρης» διπλωματίας που είχε ως στόχο την αλλαγή της εικόνας των Τούρκων από μια χώρα με αυταρχικούς και οπισθοδρομικούς ηγέτες σε μια μοντέρνα χώρα διαλλακτική.
Βεβαίως η διεθνής διπλωματία είναι μαραθώνιος και απαιτεί εμπειρία και «στομάχι».
Η υφήλιος αυτή τη στιγμή επαναπροσδιορίζεται από τις αναγεννημένες ΗΠΑ, από μία Γερμανία ανίκανη να ηγηθεί και από μία Ευρωπαϊκή Ένωση που βουλιάζει στην ανικανότητα της Γερμανίας. Όλα τα παραπάνω δεδομένα αναδιατάσσουν την Ευρωαντλαντική σχέση και σε αυτή την αναδιάταξη η Τουρκία δείχνει πιο αδύναμη από ποτέ αλλά και η Ελλάδα πρέπει εσπευσμένα να ολοκληρώσει τη διαμόρφωση μιας νέας ισχυρής Εθνικής Ταυτότητας.
Κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το τέλος. Λίγοι έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο κορωνοϊός θα αλλάζει συνέχεια τα παγκόσμια δεδομένα για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ στην Ελλάδα θα δημιουργήσει τα δεδομένα ενός νέου κύκλου δημοκρατίας που ευχόμαστε να σβήσει από το χάρτη τη πολιτική μετριότητα.
Η μάχη τώρα αρχίζει.
«Je Suis Grec».