Οι δύο διαφορετικές αναγνώσεις του εκλογικού αποτελέσματος, τα κοινωνικά ερείσματα του Ερντογάν και το τέρας της οικονομίας που ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω από το μετεκλογικό περιβάλλον.
Ο Ερντογάν κατάφερε να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο, με τον αέρα της νίκης από τον πρώτο και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που είχε εξασφαλίσει. Βασίστηκε στο δίπολο «σταθερότητα και όραμα» και, μιλώντας στο θυμικό των συμπατριωτών του, τους έπεισε να τον εμπιστευτούν για μία νέα πενταετή θητεία.
Έσπευσε, δε, να χαρακτηρίσει τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών απόδειξη ότι η δημοκρατία λειτουργεί στην Τουρκία, όπως άλλωστε περιπαικτικά είχε δηλώσει προ λίγων ημερών στο αμερικανικό CNN ως αιχμή προς τον Μπάιντεν.
Βέβαια, η δημοκρατία σε μία χώρα δεν κρίνεται αποκλειστικά από τη διεξαγωγή εκλογών αλλά από το τι προηγείται αυτής, όχι μόνο προεκλογικά αλλά καθόλη τη διάρκεια της θητείας ενός προέδρου και μίας κυβέρνησης. Το κράτος δικαίου είναι μόνο στα χαρτιά, η διάκριση των τριών εξουσιών δεν υπάρχει, οι παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη είναι συστηματικές, όπως και οι φυλακίσεις και διώξεις αντιφρονούντων, με αποτέλεσμα να μην είναι υπερβολή να χαρακτηρίσουμε το σύστημα Ερντογάν καθεστώς. Εντός αυτού ασφυκτιούν οι φιλελεύθεροι, οι διανοούμενοι, οι γυναίκες και άλλες ομάδες που έχουν ή πρόκειται να στοχοποιηθούν από την τουρκική προεδρία, οδηγώντας τες ακόμη και σε φυγή. Δύσκολα, ωστόσο, αναμένεται ανατροπή της ακολουθούμενης πολιτικής στο εσωτερικό, παρότι στις πρώτες του δηλώσεις ο Τούρκος πρόεδρος επικαλέστηκε πολλές φορές τη δημοκρατία.
Οι διαφορετικές αναγνώσεις
Πάντως, το αποτέλεσμα έχει δύο αναγνώσεις: Η μία (πολύ αισιόδοξη) είναι ότι η μισή Τουρκία αντιστρατεύεται τον Ερντογάν και τις μεθόδους του και με παρρησία στάθηκε απέναντι σε ένα αυταρχικό καθεστώς, καθώς επίσης πως παρά την ήττα της αντιπολίτευσης μπήκαν οι βάσεις για ανατροπή των συσχετισμών. Εξάλλου, το κυβερνών κόμμα έχασε 7% και ο Ερντογάν 2,5% σε σχέση με το 2018. Η ελπίδα είναι πως μία σημαντική μερίδα του κόσμου δημιούργησε ένα κύμα αλλαγής, που θα εκφραστεί στην επόμενη αναμέτρηση. Βέβαια για να συμβεί αυτό η αντιπολίτευση πρέπει να παραμείνει ενωμένη, διότι ακολουθούν σε εννέα μήνες αυτοδιοικητικές εκλογές εν μέσω οικονομικής κρίσης και λήψης δυσάρεστων και αντιλαϊκών μέτρων, το αποτέλεσμα των οποίων θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκριμα ακόμη και για πρόωρη εκ νέου προσφυγή στις κάλπες.
Ωστόσο, δεν είναι η αντιπολίτευση αυτή που θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά ο πολύπειρος Ερντογάν. Και θα πρέπει εν τω μεταξύ να βρεθεί ο αντικαταστάτης του Κιλιτσντάρογλου. Άλλωστε, ο τελευταίος θριάμβευσε κόντρα σε επτά κόμματα και στην επιθυμία αρκετών ισχυρών του πλανήτη, ειδικότερα των προερχόμενων από τη Δύση, να δούμε μία αλλαγή κατεύθυνσης της Τουρκίας.
Έτσι, η δεύτερη ανάγνωση λέει πως είναι αυτός ο απόλυτος κυρίαρχος. Και ασφαλώς στον απόηχο μιας σοβαρότατης οικονομικής κρίσης και των συνεπειών ενός δραματικού σεισμού, που ανέδειξε τις παθογένειες του κρατικού μηχανισμού. Ο Τούρκος πρόεδρος, λοιπόν, μπορεί να ισχυρίζεται ότι κόντρα σε θεούς και δαίμονες κατάφερε μία ακόμη μεγάλη νίκη που του επιτρέπει να συμπληρώσει στην εξουσία 26 χρόνια, δηλαδή ένα τέταρτο του αιώνα. Ακόμη και οι πολέμιοί του αναγνωρίζουν ότι οι αλλαγές στη φυσιογνωμία και την ταυτότητα της γειτονικής χώρας που συντελέστηκαν στα χρόνια του Ερντογάν, αν δεν είναι μη αναστρέψιμες, αν μη τι άλλο, απαιτείται πολύς χρόνος για να διορθωθούν. Μάλιστα το ταυτοτικό ζήτημα έπαιξε σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα, σε όφελος του Ερντογάν, εφόσον τα ζητήματα καθημερινότητας και οικονομίας πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αλλά και από τη στιγμή που ο συγκερασμός πολιτικού Ισλάμ και διαφόρων μορφών υπερ-εθνικισμού και βαθιάς συντήρησης βρίσκουν έκφραση στο πρόσωπο του. Και αυτό είναι το κυρίαρχο ρεύμα σήμερα στην Τουρκία.
Η κοινωνική διείσδυση Ερντογάν και AKP
Από την άλλη, για όσους υποτιμούν την απήχηση του μόνιμου ενοίκου του Λευκού Παλατιού στην κοινωνία, οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής: Στα χρόνια της πολιτικής του ηγεμονίας ωφελήθηκαν πολλοί από το πελατειακό κράτος, το οποίο όχι μόνο αναπτύχθηκε αλλά και εδραιώθηκε. Εξάλλου το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) λειτουργεί στην κοινωνία με λογικές Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δηλαδή με όρους λαϊκής βάσης, διεισδύοντας σε κοινωνικές ομάδες που αισθάνονταν παραμελημένες και βρίσκονταν για δεκαετίες εκτός κεντρικού συστήματος. Ακόμη και ένα μεγάλο κομμάτι των Κούρδων προτιμούσε για πολλά χρόνια τον Ερντογάν, ενώ στις εκλογές της 14ης Μαΐου (ίσως και τις σημερινές) από όσους απείχαν της διαδικασίας πολλοί ήταν Κούρδοι (κόντρα στη γραμμή να ψηφίσουν Κιλιτσντάρογλου). Σε κάθε περίπτωση, αυτού του τύπου η πελατειακή σχέση που εγκαθίδρυσε το AKP είναι σχέση εξάρτησης, διότι οι περισσότεροι από τους ωφελημένους θεωρούν ότι υπό άλλες συνθήκες θα βρεθούν και πάλι εκτός της νομής της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Δεν μπορούμε, επίσης, παρά να σημειώσουμε ότι με την άκρατη παροχολογία των τελευταίων μηνών πριν τη διεξαγωγή των εκλογών και με συγκεκριμένα μέτρα, όπως η πρόωρη συνταξιοδότηση, που αφορούσε σε παραπάνω από 2 εκατομμύρια Τούρκους, ο Ερντογάν κατάφερε να φτιασιδώσει τα σοβαρά προβλήματα της οικονομίας, που οι συμπατριώτες του διαπίστωναν καθημερινά και να τους δώσει μία προοπτική για το μέλλον (όπως έκανε και με τους σεισμόπληκτους στους οποίους έταξε κατοικίες ενώ τώρα μένουν σε σκηνές, με αποτέλεσμα να λάβει σε κάποιες από αυτές έως και 75%). Διότι όταν κάποιος πολιτικός είναι σε θέση να προσφέρει χρήματα, αυξάνοντας τους μισθούς και τις συντάξεις, τα οποία βέβαια ο ίδιος είχε μειώσει, δίνει την αίσθηση ότι οι δυνατότητες της οικονομίας είναι μεγάλες και η εικόνα περί (δήθεν) κατάρρευσης αποτελεί προπαγάνδα από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Στη χειρότερη περίπτωση για τον Ερντογάν, κάποιοι εκ των ψηφοφόρων του AKP και των αναποφάσιστων μπερδεύτηκαν, βλέποντας από τη μία την εκτόξευση του πληθωρισμού, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, και από την άλλη το ποσοστό αυτών που λαμβάνουν κρατική βοήθεια να αυξάνεται μεταξύ 2019 και 2020 κατά 187%. Σήμερα, τουλάχιστον το 32% του πληθυσμού γίνεται δέκτης κρατικής βοήθειας και δεν είναι υπερβολή να εκτιμήσουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα αυτών ψήφισαν Ερντογάν.
Οι πρόσθετοι λόγοι της επικράτησης και το τέρας της οικονομίας
Αναζητώντας επιπλέον λόγους για την επικράτηση Ερντογάν, εντοπίζουμε, μεταξύ άλλων, τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο των media, που συνεπάγεται δυσανάλογη προβολή των απόψεων των προεδρικών υποψηφίων, την ανάπτυξη ενός δοκιμασμένου μηχανισμού προπαγάνδας εντός του Λευκού Παλατιού υπό τον Αλτούν, ο οποίος πέτυχε στην ανάδειξη των αντιθέσεων της ετερόκλητης συμμαχίας της αντιπολίτευσης και τη διαίρεσή της, τη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης, στην οποία χρεώθηκαν σχέσεις με τρομοκράτες λόγω της σύμπραξης της με τους Κούρδους (στερώντας τις εθνικιστικές ψήφους) και βέβαια τον Γκιουλέν και κατ’ επέκταση τον εξωτερικό εχθρό – εν προκειμένω τις ΗΠΑ που στηρίζουν άλλωστε και τους Κούρδους της Συρίας.
Ήταν ο «σκληρός» υπουργός εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, που ανέλαβε εργολαβικά τη στοχοποίηση των Αμερικανών, εν γνώσει του Ερντογάν ότι ο αντιαμερικανικός λόγος έχει απήχηση σε ένα τμήμα των συμπατριωτών του, πολύ περισσότερο εν μέσω της θεαματικής ανόδου των υπερεθνικιστών, που «τσιμπάνε» σε αυτή τη ρητορική. Ως προς την αντιπολίτευση, η τρικυμία που ακολούθησε της ήττας του πρώτου γύρου και η αλλαγή του μετριοπαθούς και εκσυγχρονιστικού αφηγήματος επί το δεξιότερο και εθνικιστικότερο δεν απέφερε καρπούς, γιατί ο Ερντογάν είναι ο αυθεντικότερος και διαχρονικότερος εκφραστής αυτών των κύκλων, αλλά και γιατί άφησε εκτός κάλπης αρκετούς νέους και Κούρδους.
Σε κάθε περίπτωση, τώρα αρχίζουν τα πολύ δύσκολα για τον Τούρκο πρόεδρο, καθώς καλείται να δαμάσει το θηρίο της οικονομίας που ίδιος εξέθρεψε. Και οι αποφάσεις του – που δεν μπορεί παρά να είναι ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο – έχουν τη σημασία τους και για τις σχέσεις της χώρας με άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1.
KATHIMERINI.GR