Δυσμενείς συνθήκες αποπληρωμής του χρέους τους, αλλά και της δυνατότητας πρόσβασης σε νέες χρηματοδοτήσεις, δημιουργούν για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις η αύξηση των επιτοκίων και η επιδείνωση των συνθηκών άντλησης ρευστότητας για τις τράπεζες, οι οποίες θα πρέπει να προετοιμαστούν για μια ενδεχόμενη άνοδο των κόκκινων δανείων. Αυτό επισημαίνει η ΤτΕ στην έκθεση που δημοσίευσε χθες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προειδοποιώντας όχι μόνο για την προοπτική αύξησης των κόκκινων δανείων, αλλά εμμέσως πλην σαφώς και για το ενδεχόμενο σύσφιγξης των προοπτικών χρηματοδότησης από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος.
Αν και το ύψος των πιθανών νέων κόκκινων δανείων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις λόγω της ανόδου των επιτοκίων και της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, θα επηρεαστούν δυσμενώς, προειδοποιεί η κεντρική τράπεζα, καλώντας τις τράπεζες να προετοιμαστούν καταλλήλως για να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις. «Η συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα καλείται άμεσα να προσαρμοστεί στις συνθήκες που διαμορφώνονται», υπογραμμίζει η ΤτΕ, καλώντας σε ενέργειες για τη θωράκισή του, καθώς «η αβεβαιότητα ως προς την πορεία του πληθωρισμού και τις επιδράσεις από τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο κίνδυνος ενδεχόμενης απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού». Σύμφωνα με την έκθεση, οι προκλήσεις που διαμορφώνονται για το τραπεζικό σύστημα είναι:
1. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο παρά τη μείωση του αντίστοιχου δείκτη στο 10,1%, που έχει συντελεστεί με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου, παραμένει ακόμη υψηλό και πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που διαμορφώθηκε στο 1,8%. Με δεδομένη τη συνέχιση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, η επίδραση στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους και άρα δεν αποκλείεται, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, να οδηγήσει στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.
2. Η χαμηλή οργανική κερδοφορία, που επηρεάζεται αφενός από την απόσυρση των μέτρων της ΕΚΤ για την παροχή φθηνής ρευστότητας στις τράπεζες, αλλά και την αύξηση του κόστους δανεισμού τους για την έκδοση ομολόγων. Οπως υπογραμμίζει η ΤτΕ, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μεσοπρόθεσμα, όμως, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, συμπαρασύροντας σε αύξηση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Επιπλέον, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από την αλλαγή των όρων και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων που είχε υιοθετήσει η ΕΚΤ για την αναχαίτιση των μέτρων της πανδημίας, όπως η άντληση φθηνής ρευστότητας μέσω του προγράμματος TLTRO, καθώς και από την ανάγκη κάλυψης των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων, των λεγόμενων MREL.
3. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η οποία, αν και ικανοποιητική στην παρούσα χρονική συγκυρία, θα επηρεαστεί βραχυπρόθεσμα από σ ειρά παραμέτρων. Μεταξύ αυτών είναι ο περιορισμός των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου, το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής για τη μείωση των υφιστάμενων κόκκινων και τον σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για το μέλλον, η υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων και την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΤτΕ προειδοποιεί για τον κίνδυνο να αυξηθεί περαιτέρω το υφιστάμενο ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών, που σήμερα διαμορφώνεται στο 63% εφόσον ληφθεί υπόψη και η επίπτωση του IFRS 9.