Κάλαντα Χριστουγέννων: Τα κάλαντα συχνά αναφέρονται ως εθιμικά τραγούδια του λαού μας και είναι από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται ζωντανά μέχρι και τις μέρες μας.
Ουσιαστικά πρόκειται για δημοτικά τραγούδια με εγκωμιαστικούς στίχους για τις γιορτές των Χριστουγέννων και τη νέα χρονιά που έρχεται και τα οποία διαδόθηκαν από γενιά σε γενιά και τα τραγουδούμε ακόμη και σήμερα.
Τι σημαίνουν τα κάλαντα
Τα κάλαντα ψέλνουν συνήθων μικρά παιδιά, ενώ κάποιες φορές τα ακούμε να τα τραγουδούν ακόμη και ενήλικες. Ο αρχικός τους ρόλος ήταν το καλωσόρισμα του νέου έτους και γενικά η αναγγελία του χαρμόσυνου μηνύματος των γιορτών.
Από που προέρχονται τα κάλαντα
Η προέλευση του εθίμου είναι μάλλον διονυσιακή, καθώς στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές τα παιδιά συνήθιζαν να τραγουδούν για την καλή χρονιά, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί προβάτου, το οποίο συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα.
Ετυμολογικά, η λέξη κάλαντα προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες (δηλαδή τις πρώτες μέρες) του Ιανουαρίου, του πρώτου μήνα του χρόνου.
Μάλιστα πριν τον 2ο αιώνα π.Χ. ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου ήταν ο Μάρτιος κι έτσι η πρωτοχρονιά γιορταζόταν τότε.
Αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο, στη συνέχεια το αποδέχτηκε και το αφομοίωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό που κατέληξε να αποκτήσει καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο.
Εκτός αυτού, καθιερώθηκε να λέμε τα κάλαντα όχι μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά πριν από όλες τις μεγάλες γιορτές όπως τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, του Λαζάρου, των Βαΐων κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, τα κάλαντα εκτός από τα χαρμόσυνα μηνύματα των γιορτών, φέρνουν και ευχές για καλή τύχη στους νοικοκύρηδες των σπιτιών, αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Κάλαντα Χριστουγέννων
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννησιν,
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
Σ’ αυτό το σπίτι που’ρθαμε,
πέτρα πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χίλια χίλια χρόνια να ζήσει.