Όπως κι αν το δει κανείς, ζούμε σε μια χώρα «επί ξύλου κρεμάμενη». Κι αυτό αποτυπώνεται καθημερινά στα πρόσωπα των ανθρώπων. Σκυθρωπά, αγέλαστα, μελαγχολικά. Δεν είναι μόνο τα προβλήματα του σήμερα. Δεν είναι μόνο η έλλειψη και η στέρηση πραγμάτων και ανέσεων που υπήρχαν στην καθημερινότητα του χθες και δεν υπάρχουν σήμερα. Πολύ περισσότερο αυτό που διαμορφώνει την καθημερινή κοινωνική συμπεριφορά είναι ο φόβος πως ακόμη δεν έχουμε δει τα χειρότερα.
Εδώ και τρία χρόνια η πορεία της χώρας πάει από το κακό στο χειρότερο. Μετά από τόσους «θριάμβους», «επινίκια», « διθυραμβικές δηλώσεις», μετά από τόσες «διασώσεις της χώρας», ο καθένας με στοιχειώδη ευφυΐα βλέπει πως το πράγμα δεν βγαίνει. Φτάσαμε στο σημείο, 400.000 ελληνικές οικογένειες να μην έχουν κανέναν εργαζόμενο. Άνθρωποι αξιοπρεπείς, νοικοκυραίοι, είναι υποχρεωμένοι αυτές τις μέρες να σταθούν στην ουρά για να πάρουν τα απολύτως απαραίτητα.
Κι όσοι δεν έχουν φτάσει ακόμη στα συσσίτια, φοβούνται πως αύριο θα έρθει η σειρά τους. Φοβούνται για το μέλλον των παιδιών τους. Φοβούνται για την τύχη που θα έχουν τα λίγα χρήματα που έχουν στην άκρη και τα έχουν συγκεντρώσει με τους κόπους μιας ζωής. Φοβούνται αν θα συνεχίσουν να παίρνουν σύνταξη και πόση θα είναι η σύνταξη αυτή. Φοβούνται για το αν θα μπορέσουν να πληρώσουν τις επόμενες δόσεις του δανείου για το σπίτι τους. Φοβούνται για το τι θα ξημερώσει σε μια χώρα που δείχνει να έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση ενός αξιοπρεπούς μέλλοντος κι έχει αφεθεί σαν «κλωτσοσκούφι» στις διαθέσεις των δανειστών της.
Μια χώρα καθηλωμένη στο φόβο, στην απογοήτευση και στην παραίτηση είναι μια χώρα που δεν μπορεί να έχει στον ήλιο μοίρα. Είναι μια χώρα που έχει πάρει το δρόμο για τον Γολγοθά. Ο σταυρός που κουβαλάμε ατομικά και συλλογικά, είτε γιατί δημιουργήσαμε όλο αυτό το ψεύδος συνειδητά, είτε γιατί το αποδεχθήκαμε παθητικά, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το αποφύγουμε. Είναι κάτι όμως που μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Κι αν υπάρχει μια ελπίδα να βγούμε νικητές από αυτή την αναμέτρηση, είναι αυτή της ελληνικής ψυχής. Της ψυχής που πιστεύει και μάχεται. Της ψυχής που δεν συμβιβάζεται με την καθήλωση στον Γολγοθά και προσδοκά την Ανάσταση. Της ψυχής που έχει τόλμη και θάρρος. Της ψυχής που σκίζει το καταπέτασμα της απάτης, της άγνοιας, της διαφθοράς. Της ψυχής που ξέρει να συγχωρεί, να νοιάζεται και να μοιράζεται. Της ψυχής που είναι περήφανη, γιατί έχει την αλήθεια με το μέρος της.
Πρέπει όμως να σκάψουμε βαθιά για να την ξαναφέρουμε στην επιφάνεια καθώς «μπαζώθηκε» και αυτή τα χρόνια της πλασματικής ευμάρειας, όπως μπαζώθηκαν τα ρέματα, τα ποτάμια, τα δάση, οι παραλίες. Έτσι ακριβώς «μπαζώθηκε» και η ελληνική ψυχή. Αλλά αν δεν καταφέρουμε να την αναστήσουμε, θα μείνουμε αιχμάλωτοι του φόβου και όμηροι των χειρότερων που θα’ ρθουν.
Καλή Ανάσταση.