Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ίσως να σου φανεί περίεργο αναγνώστη μου, αλλά τρέφω περιορισμένη εκτίμηση στο «μυαλό» αυτό καθ’ εαυτό: προς τη διάνοια και τη μεθοδολογική γνώση – του Άλλου ή/και τη δική μου.
Ασφαλώς, είναι καλό και χρήσιμο πράγμα η καλλιέργεια του μυαλού σε όλα τα γνωστά επίπεδα συστηματοποίησης της γνώσης και ο αγώνας για ανάπτυξη νέων γνωσιολογικών πεδίων και νέων ιδεών, αλλά όλα αυτά είναι άνοστα και άσχημα αν δεν περιέχουν οξυμένη συναισθηματική ευφυΐα, έντονη και ασφαλώς εμπειρικά δομημένη και επεξεργασμένη κοινωνική ευαισθησία, δηλαδή. Γνώση του ίδιου του γνωστικού και συναισθηματικού μοντέλου που χαρακτηρίζει τον καθένα μας ως προσωπικότητα.
Σχόλιο κάνω αυτή τη στιγμή και μάλιστα με θετικό πνεύμα στο βιβλίο «Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης», που συνέγραψε ο, πριν από πολλά χρόνια δάσκαλος μου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Τάσος Γιαννίτσης, σε συνεργασία με τον Σταύρο Ζωγραφάκη.
Η απόκτηση γνώσης μπορεί να απαιτεί αφαιρέσεις στο πλαίσιο μιας μεθοδολογικά πειθαρχημένης έρευνας, αλλά ποτέ δεν μπορεί να είναι πολιτικώς αφηρημένη, ουδετεροποιημένη ή «στρογγυλεμένη», αποσκοπούσα να παράγει περισσότερο ή λιγότερο δογματικώς πολιτική συναίνεση και να διατρανώσει άκριτα την ανάγκη κοινωνικής συναίνεσης για την επίλυση μιας κοινωνικοοικονομικής κρίσης.
Η προσέγγιση Γιαννίτση- Ζωγραφάκη είναι επιστημονικά έντιμη, εστιάζοντας στα πραγματικά στοιχεία της κρίσης και φωτίζοντας τα βασικά στοιχεία του δραματικού κοινωνικού ζητήματος στη σημερινή Ελλάδα, το οποίο είναι η τραγική, παράπλευρη συνέπεια του μοντέλου συντεταγμένης χρεωκοπίας και εσωτερικής υποτίμησης, στο οποίο συναίνεσαν πρακτικά τρόικα και η πλειονότητα του πολιτικού μας συστήματος.
Αυτή η συναίνεση δεξιών, κεντροδεξιών, κεντροαριστερών και αντικειμενικά ενός τμήματος της ελληνικής αριστεράς – ασφαλώς με πολλές αντιφάσεις και «αυταπάτες» από όλους αυτούς – έγινε ο αιτιατός, πολιτικός μηχανισμός της μεγέθυνσης των ασυμμετριών και ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία – όπως ικανοποιητικά προσεγγίζονται από τους συγγραφείς. Αυτά δεν ήταν αποτέλεσμα (διαλογικής) πόλωσης, αλλά αποτέλεσμα συναίνεσης σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής – θεσμοί και υλικές επιπτώσεις/μεταβολές – που εκφράστηκε με την εφαρμοσμένη φιλοσοφία και διαδικασία των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πολιτική πόλωση, υπάρχει συναίνεση στο πολιτικό (κομματικό) επίπεδο, η οποία παραμορφώνει υποκριτικά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της κρίσης, νοθεύει την έκφραση του κοινωνικού ανταγωνισμού και έτσι δεν επιτρέπει να συγκροτηθούν πλατύτερες κοινωνικές συναινέσεις με αυθεντικό ωστόσο, πολιτικώς φυσιολογικό τρόπο. Δηλαδή, αντί για την επιδίωξη μιας ρηχής κοινωνικής δήθεν ομοφωνίας με χαρακτηριστικά ανοχής στη βάση προφανώς φαντασιακών δοξασιών από όλους για όλους, (προτείνω από την πλευρά μου) να υπάρξει ενδυνάμωση του κοινωνικού ανταγωνισμού στη βάση της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας.
Και ποια είναι αυτή; Η αντικειμενική πόλωση μεταξύ επενδυτών που βιώνουν πολύ μεγαλύτερη καταστροφή κεφαλαίων από τους άλλους, τους προστατευόμενους του πολιτικού μας συστήματος και η επίσης αντικειμενική πόλωση ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονται και ελπίζουν να συνεχίσουν να εργάζονται σε σταθερές, μόνιμες δουλειές και όλους τους υπόλοιπους που είναι είτε άνεργοι, είτε έχουν εποχική, μερική, ασταθή και ανασφαλή απασχόληση. Αυτό είναι το βασικό σημερινό θερμό πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, ο οποίος πρέπει να εκφραστεί αγωνιστικά και ανυπόκριτα, έτσι ώστε με γνήσιο και όχι πολιτικώς ερμαφρόδιτο τρόπο να επιδιωχθεί η ανάπτυξη ενός νέου κοινωνικού μοντέλου στην Ελλάδα με δραστική αναστροφή των δεικτών που προδηλώνουν την ανισότητα και τον αποκλεισμό.
Στην πραγματικότητα αυτή είναι η σημαντική, πολιτικού χαρακτήρα διαφωνία μου με τον κ. Τάσο Γιαννίτση. Μια διαφωνία που αναπαριστά τη κρίσιμη διαφορά της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (Γιαννίτσης) με τους υποστηρικτές της ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς αγωνιστικού πλουραλισμού. Η διαφορά, δηλαδή, μεταξύ αυτών που θεωρούν τη συναίνεση προϋπόθεση για τη λύση, τοποθετώντας τα κοινωνικά προβλήματα έντονου ανταγωνισμού «κάτω από το χαλάκι» για να μην «διχάζουν» και «ημών» /εμού που πιστεύουμε πως η υπέρβαση των αδιεξόδων που σχετίζονται με την πόλωση, τις ασυμμετρίες και τις ανισότητες – που οξύνθηκαν στην κοινωνία μας τα χρόνια της κρίσης – τοποθετείται στο χώρο των κοινωνικών αγώνων. Εκεί και μόνον εκεί διαμορφώνονται, μέσα από την κοινωνική διαπάλη για ισότητα και ελευθερία, γνήσιες συναινέσεις. Και εκεί είναι ο φυσικός πολιτικός χώρος για να συνειδητοποιηθεί αυτό στο οποίο οι συγγραφείς έχουν απόλυτο δίκιο: «Πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής πρέπει να είναι το εθνικό σύστημα παραγωγής. Με την παραγωγική βάση συνδέονται οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, η εκπαίδευση, ο τρόπος λειτουργίας του κράτους, η μέριμνα για ανταγωνιστικές δομές παραγωγής. Με αδύναμη παραγωγική βάση κάθε οικονομική ή κοινωνική σχέση θα βυθίζεται ακόμα πιο κάτω».
Καλό το μυαλό, λοιπόν, αλλά αν ξεκινάς επιδιώκοντας δογματικά/ιδεολογικά ή θεολογικά «συναίνεση», γίνεται άνοστο και άσχημο! Και αυτό που έχει σημασία, αναγνώστη μου, είναι το νόστιμο και όμορφο μυαλό. Μόνον που αυτό το μυαλό είναι προϊόν ενός προσωπικού κόσμου «τύχης και ανάγκης» δομημένες μέσα στις κοινωνικές αντιξοότητες, ταλαιπωρίες, αγώνες, δραματικές αγωνίες για επιβίωση, πάθη και προσωπικά βιώματα αποκλεισμού διαφόρων μορφών. Αυτά είναι προϋποθέσεις συναισθηματικής ευφυΐας, η οποία βοηθά στον περιορισμό και στον έλεγχο των ψυχολογικών συμπλεγμάτων, στον βαθμό που καλλιεργείται παράλληλα και συστηματικά η λεγόμενη ακαδημαϊκού τύπου γνώση – ο,τι και να κάνεις, όποιος και αν είσαι!…