Γράφει η Αντιγόνη Καψάλη
Το κύμα σκάει, και μεμιάς δροσίζει τις άκρες των ποδιών μου. Απολάμβανα το γλυκό, αθώο χάιδεμα του αφρού, όταν είδα εκείνο το βότσαλο να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα άλλα. Να στέκει και να με κοιτάει προκλητικά, να με καλεί να πάω κοντά του. Η δροσιά της κρυστάλλινης θάλασσας σύμμαχος στην αποπλάνηση μου, με οδηγεί πιο βαθειά στο εσωτερικό της. Ώσπου! Ξαφνικά βρίσκω τον εαυτό μου, εμπρός του να το κοιτώ μαγεμένη, νιώθοντας εκείνη την ακαταμάχητη δύναμη να το αγγίξω..να το κάνω δικό μου. Το άρπαξα λαίμαργα , και η παγωμένη λεία του επιφάνεια γλίστρησε στα δάχτυλα μου.
Το έβγαλα απ το νερό. Τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν στιγμή από τη σμαραγδένια του όψη. Έμενα να το κοιτώ ,μέχρι να έρθει η ώρα να επιστρέψω στο σπίτι. Το πήρα μαζί μου.
Οι μέρες πέρασαν και επέστρεψα στη πόλη. Ακούμπησα το βότσαλο σε περίοπτη θέση στο κομοδίνο μου, μα ξάφνου πρόσεξα πως “κάτι” δεν πήγαινε καλά . Κάτι του στερούσε τη λάμψη του. Έσπευσα να το βρέξω, μην τυχόν και είχε αφυδατωθεί το σώμα του. Τίποτα. Του πέρασα βερνίκι. Τίποτα.
Έτσι και οι καλοκαιρινοί έρωτες. Το γλυκό αγόρι που γνώρισες στο μαγευτικό ψαροχώρι, μοιάζει να ναι ίδιο με το βότσαλο που έβγαλες από τη θάλασσα. Αποσπώντας το από το φυσικό του περιβάλλον, καταστρέφεις την αρχική εικόνα που σε μάγεψε. Η εκλεπτυσμένη ομορφιά από το περίεργο βότσαλο ενισχύεται από τα κρυστάλλινα νερά και τη χρυσαφένια αμμουδιά που το περιβάλλουν. Το γλυκό αγόρι με το εκτυφλωτικό χαμόγελο, ολοκληρώνει την “εσάνς” του, χάρη στις ξανθές ηλιαχτίδες που λούζουν το αλμυρό, σφιχτό κορμί του. Το ατελείωτο πράσινο που αγκαλιάζει το σκηνικό και στο βάθος τα βουνά σαν μπλε λαζούρες, σιωπηλοί παρατηρητές.
Πέτα το βότσαλο πίσω στη θάλασσα και άσε το γλυκό αγόρι στο φυσικό του τοπίο.
Θα σε περιμένει το άλλο καλοκαίρι.