Γράφει η Καλομοίρα Κωτσαλά*
Η παραγραφή φορολογικών παραβάσεων είναι γεγονός.
Αποτελεί κεκτημένο και των φορολογουμένων και των Αρχών Φορολογικού Ελέγχου οι οποίοι έχουν υπάρξει αιχμάλωτοί μίας ιδιοτυπης «αιχμαλωσίας» με σημαντικές καθυστερήσεις και εφόσον προέκυψε συγκεκριμένη δικαστική υπόθεση.
Χρειάστηκαν χρόνια για να προκύψει η κατάλληλη στιγμή, να οδηγηθεί η υπόθεση στη δικαιοσύνη ,για να αποφανθεί το ΣΤΕ ότι η παραγραφή των φορολογικών ζητημάτων θα πρέπει να ολοκληρώνεται στην πενταετία.
Για την ακρίβεια κρίθηκε ότι η πενταετία επεκτάθηκε σε δεκαετία μόνο αν υφίστανται νέα στοιχεία στα οποία δεν περιλαμβάνονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί.
Όμως τίποτε δεν γίνεται στην τύχη.
Εφόσον είχα την τιμή να εκδικάσω τη συγκεκριμένη υπόθεση θεωρώ ότι είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή με αφορμή τον covid-19 και την τεράστια ζημία που έχουν υποστεί επιχειρήσεις και οικογένειες να επανεξετάσει συνολικά η Πολιτεία τη φορολογική της πολιτική. Το ζητούμενο είναι η μετάβαση σε ένα νέο σύγχρονο και δίκαιο περιβάλλον για να διαμορφωθεί ένα εύκρατο επιχειρηματικό κλίμα.
Ας θυμηθούμε λοιπόν την αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησε στην απόφαση.
Πως φτάσαμε στην απόφαση
Όλα ξεκίνησαν από μία εισαγγελική παραγγελία για τη διενέργεια ελέγχου
από την Δ.Ο.Υ. Χολαργού σε φορολογούμενο-κληρονόμο, ο οποίος αφορούσε σε επεξεργασία και έλεγχο: 1. Στοιχείων στα οποία ο αποβιώσας από το έτος 2009 πατέρας του κληρονόμου φέρετο κάτοχος τραπεζικών λογαριασμών ή και λοιπών προϊόντων στην τράπεζα HSBC στη Γενεύη (Λίστα Λαγκάρντ), κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και το Φεβρουάριο του έτους 2007 και 2) Στοιχείων από ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα ανά τράπεζα και τραπεζικό λογαριασμό των οποίων ήταν κάτοχος ο κληρονόμος από το έτος 1997 έως το έτος 2011.
Ο έλεγχος κατόπιν επεξεργασία των ανωτέρω στοιχείων έκρινε ότι διαπιστώθηκαν φορολογητέα εισοδήματα του αποβιώσαντος πλέον των δηλωθέντων που συνιστούν προσαύξηση περιουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε., όπως ισχύει. Κατά των εκδοθέντων καταλογιστικών πράξεων φορολογίας εισοδήματος, η ελεγχόμενη κληρονόμος προσέφυγε ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών η οποία ωστόσο, απέρριψε σιωπηρά την ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή. Κατά της ανωτέρω σιωπηρής απόρριψης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο τελικώς έκρινε ότι το βασικό, πενταετούς προθεσμίας, Δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή των επίδικων φόρων εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς κατ’άρθρο 84 παρ. 1 Ν. 2238/94 είχε υποπέσει σε παραγραφή κατά την ημερομηνία έκδοσης και κοινοποίησης των επίδικων πράξεων (11-5-2015), διότι είχε παρέλθει η κατ’άρθρο 84 παρ. 1 του Ν. 2238/94 πενταετής προθεσμία παραγραφής και οι τυχόν παρατάσεις της.
Περαιτέρω, το ΔΕΑ έκρινε ότι ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι το δικαίωμά του προς καταλογισμό φόρου δεν έχει υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή της παρ. 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, λόγω ύπαρξης εν προκειμένω συμπληρωματικών στοιχείων, που περιήλθαν εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την πάροδο της πενταετίας, στη διάθεσή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, γιατί α) όσον αφορά τις ένδικες χρήσεις 2000 έως 2006, δεν είχε προηγηθεί φορολογικός έλεγχος, ούτε εκδοθεί και κοινοποιηθεί στο φορολογούμενο αρχικό φύλλο ελέγχου μέσα στην αρχική (βασική) πενταετία παραγραφής τους της παρ. 1 του άρθρου 84 του ΚΦΕ και τις νόμιμες παρατάσεις αυτής, που έληγε, στις 31-12-2008, 31-12-2008, 31-12-2009, 31-12-2010, 31-12-2011, 31-12-2012, 31-12-2013 αντίστοιχα, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου με βάση συμπληρωματικά στοιχεία και β) όσον αφορά τη χρήση 2007, η φορολογική αρχή δύναται, κατά παρέκταση της πενταετούς βασικής παραγραφής, να εκδώσει αρχικό φύλλο ελέγχου εντός δεκαετίας με βάση συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία έκρινε ότι ως τέτοια δεν συνίστανται τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου, ή τουλάχιστον ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών.
Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο εν τέλει με τις υπ’ αριθμ. 2934/2017 και 2935/2017 αποφάσεις του έκρινε ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεν συνιστούν «συμπληρωματικό στοιχείο» και συνεπώς δεν οδηγούν σε παράταση της πενταετούς παραγραφής. Οι ανωτέρω αποφάσεις θέτουν σαφή όρια στις φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου και είναι μια πρώτου μεγέθους δικαίωση για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών.
Η μάχη δεν έχει τελειώσει
Αξίζει να αναφερθεί ότι παρά την σαφήνεια των ανωτέρω αποφάσεων, μέχρι και σήμερα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στους κύκλους τόσο των νομικών, λογιστών και φορολογικών αρχών το θέμα της έννοιας του συμπληρωματικού στοιχείου, το οποίο δύναται να οδηγήσει σε παράταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή.
Συμπέρασμα: κερδήθηκε η μάχη. Όχι όμως πόλεμος. Πρέπει να λήξει η αμοιβαία ενοχοποίηση των πολιτών και των αρχών. Αυτό απαιτεί επικαιροποίηση του φορολογικού συστήματος που θα διακατέχεται από πνεύμα στήριξης της οικονομίας με αφετηρία το σεβασμό στις φορολογικές αρχές σε συνδυασμό με την άρση μονιμης υποψίας εναντίων των πολιτών. Η αλλαγή της κουλτούρας στη σχέση θα αυξήσει τα έσοδα όχι η «συγκρουση» και το καθεστώς αμοιβαίας υποψίας.
ΥΓ: είναι μία καλή ευκαιρία να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε δύο διακεκριμένους νομικούς: τον κο. Αλέξη Πελέκη και τον κο. Μυλονογιάννη.
Όταν κλήθηκα στο ΣΤΕ δέχτηκαν και οι δυο να προσέλθουν ανιδιοτελώς στηρίζοντας με ως συνάδερφο σε μία υπόθεση την οποία δεν είχαν χειριστεί, στην οποία όμως δεν δίστασαν να «δανείσουν» το κύρος τους, και να εκφράζοντας ως συμπαραστάτες ενώπιον του Συμβουλίου την επιστημονική τους άποψη και τεκμηρίωση.
*Η Καλομοίρα Κωτσαλά είναι νομικός σύμβουλος, εξειδικευμένη στο φορολογικό δίκαιο.