Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Όλες αυτές τις μέρες που η χώρα έχει εισέλθει στην προεκλογική περίοδο καταγράφονται κάποιες πρώτες εκτιμήσεις από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών χωρίς βέβαια αυτές να αποτελούν την απόλυτα εξακριβωμένη άποψη των πολιτών σχετικά με το ποιο κόμμα θα ψηφίσουν.
Υπάρχει ένας μύθος ότι οι δημοσκοπήσεις είναι αυτές που προσδιορίζουν το ακριβές αποτέλεσμα, έστω και κατα προσέγγιση, των εκλογών, ενώ αυτό που μπορούν να δείξουν οι δημοσκοπήσεις είναι ποιο κόμμα έχει την περισσότερη απήχηση στους πολίτες και τους λόγους για τους οποίους ψηφίζουν οι πολίτες το κάθε κόμμα.
Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων χωρίζονται σε ποιοτικά και ποσοτικά. Τα ποσοτικά χαρακτηριστικά είναι η πρόθεση της ψήφου σε ένα μικρό δείγμα ανθρώπων, η παράσταση νίκης που απεικονίζει το κόμμα που θεωρούν οι πολίτες πως θα νικήσει. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι κάποιες ερωτήσεις που γίνονται στους πολίτες με βάση διαφορά πολιτικά γεγονότα που εχουν την δυνατότητα κατα καιρούς να διαμορφώνουν το κλίμα για το οποιοδήποτε κόμμα. (Πχ αν θεωρείται πως η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης κινείται σε σωστά πλαίσια)
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών στις 20 Σεπτεμβρίου. Πολλές δημοσκοπήσεις δείχνουν την ΝΔ να είναι πρώτη με ποσοστό 0,8% ή 0,3%, άλλες δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτος με 2%. Όλα αυτά τα στοιχεία σίγουρα δείχνουν την πρόθεση των πολιτών για κυβερνήσεις μεγάλης πλειοψηφίας, δηλαδή για συνεργασία των δυο πρώτων κομμάτων μεταξύ τους και με αλλα κόμματα.
Η αλήθεια είναι πως οι πολίτες, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, θέλουν κυβερνητική σταθερότητα και να μην γινονται εκλογές κάθε έξι μήνες και σίγουρα αυτό που επιθυμούν είναι να υπάρξει μια λύση σχετικά με το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Κάποια άλλα στοιχεία εχουν μειώσει την δημοτικότητα του απερχόμενου Πρωθυπουργού και εχουν αυξήσει την δημοτικότητα του Προέδρου της ΝΔ, ενώ σε ότι αφορά την καταλληλότητα διατηρούν τον πρώτο με ελάχιστη διαφορά απο τον δεύτερο.
Βέβαια, οπως προαναφέρθηκε οι δημοσκοπήσεις γινονται σε ένα δείγμα πολιτών, το οποίο δεν ξεπερνά τους 2000 λόγω της συχνότητας που αυτές γινονται σε περίοδο εκλογών. Ακόμη, η διαφορά που χωρίζει τα δυο πρώτα κόμματα είναι πολύ μικρή και μάλιστα είναι στα όρια του στατιστικού λάθους, το οποίο συνήθως κυμαίνεται στο 1,5%.
Στην ουσία, οι δημοσκοπήσεις εχουν διθυραμβικά αποτελέσματα, διότι δεν μπορούν πλήρως να δείξουν ποιος είναι ο νικητής των εκλογών, δηλαδή αυτός που περνάει το κόμμα του το δεύτερο με πολλές μονάδες διαφορά. Αυτό συμβαίνει, διότι οι ίδιοι οι πολίτες δεν εχουν αποφασίσει ποιον απο τους δυο θα στηρίξουν με αποτέλεσμα και τα δυο κόμματα να βγαίνουν κοντά με μια διαφορά που είναι μέσα στο στατιστικό όριο λάθους.
Τέλος, ο δείκτης που θα κρίνει πολλά και θα συμπληρώσει την ήδη διαμορφωμένη άποψη των πολιτών είναι οι απαντήσεις των πολιτικών αρχηγών στα δυο ντιμπέιτ και ειδικά σε αυτό που θα γίνει την Δευτέρα μεταξύ των δυο πολιτικών αρχηγών των κομμάτων που θα αποτελέσουν τον κορμό της επόμενης Κυβέρνησης.
Έν κατακλείδι, οι δημοσκοπήσεις χρησιμεύουν ως εργαλείο στα επικοινωνιακά επιτελεία των κομμάτων για να δουν την άποψη των πολιτών σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα, αλλα και τους δείκτες που αφορούν την άποψη των πολιτών σχετικά με το αν θα πρέπει να υπάρξουν κυβερνήσεις συνεργασίας και με ποια κόμματα. Σίγουρα όμως οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν μπορούν να είναι απόλυτα ακριβείς ως προς το αποτέλεσμα λόγω του δείγματος των πολιτών που απαντούν στις ερωτήσεις των ερευνητών, το οποίο είναι παρά πολύ μικρό.