Του Γιώργου Ευγενίδη
Aς ξεκινήσουμε από τα βασικά: πρέπει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας, είτε προέρχεται από τα χαμηλότερα είτε από τα ψηλότερα κοινωνικά στρώματα, είτε είναι υπάλληλος ενός δήμου είτε είναι υπουργός, να προστατεύεται από τη συκοφαντία, την κακολογία και τη διαπόμπευση.
Αυτή ήταν περίπου και η γενική κατεύθυνση του νόμου που δημιουργήθηκε, προκειμένου να υπάρχει πλαίσιο για τους πολίτες να προσφεύγουν εναντίον δημοσιογράφων και εντύπων, προκειμένου να διαφυλάξουν την τιμή και την υπόληψή τους.
Αλλά, από πού και ως πού αυτόφωρο το αδίκημα; Ετυμολογικά αν πιάσει κανείς την έννοια του «αυτοφώρου», είναι πάντα τόσο πρόδηλο το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, για παράδειγμα; Δυστυχώς, στη ζωή τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά, ούτε μονοσήμαντα. Από εκεί και πέρα, ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με προσφυγές πολιτικών έναντι δημοσιογράφων και εντύπων, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι υπάρχει, εξ αρχής, μια δυσαναλογία ως προς την ισονομία: αν ο βουλευτής μηνυθεί, η Βουλή πρέπει να αποφανθεί για την άρση ασυλίας του ή μη, αν, όμως, μηνύσει κάποιον ιδιώτη, εν προκειμένω δημοσιογράφο, τότε η διαδικασία κινείται αυτομάτως.
Τελευταίο παράδειγμα, η μήνυση εναντίον της εφημερίδας Φιλελεύθερος και 7 δημοσιογράφων της για ένα δημοσίευμα που έθετε ερωτήματα για τη διαχείριση των κονδυλίων για το προσφυγικό και από το υπουργείο Άμυνας, υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργούν πολλά hotspots στην ενδοχώρα.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει κανείς όποια άποψη θέλει για την εφημερίδα, την πολιτική της τοποθέτηση, τους δημοσιογράφους της, αλλά κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε ένα έντυπο, σε έναν δημοσιογραφικό οργανισμό να κάνει αυτό που του υπαγορεύει η αποστολή του: να κάνει ερωτήσεις και να ελέγχει την εξουσία.
Είναι σαφές ότι το σκέλος του αυτοφώρου για τα αδικήματα μέσω του Τύπου πρέπει να καταργηθεί. Διότι, ενώ θεωρητικά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, καταλήγει να χρησιμοποιείται εναντίον δικαίων και αδίκων. Τι λέει, όμως, η μήνυση εναντίον δημοσιογράφων, επειδή έλεγξαν αυστηρά, έστω και με αρνητική προδιάθεση, την εξουσία; Τι μας λέει το γεγονός ότι ένα αναφερόμενο πολιτικό πρόσωπο, όχι το αποκλειστικό αντικείμενο ενός ρεπορτάζ, επέλεξε την οδό της μήνυσης την ίδια μέρα της δημοσίευσης του ρεπορτάζ, προκειμένου να υπάρχει επαρκής χρόνος για την αναζήτηση των δημοσιογράφων στο πλαίσιο του αυτοφώρου;
Όλα τα παραπάνω σκιαγραφούν ένα παθογενές πλέγμα. Όπως η εκάστοτε εξουσία δεν θέλει να υπάγεται σε αυστηρό δημοσιογραφικό έλεγχο, έτσι και η κυβέρνηση που λειτουργεί με τη λογική «οι δικοί μας και οι άλλοι», επιλέγει να δίνει μάχες χαρακωμάτων με τον Τύπο. Να «σεντράρει» έντυπα και δημοσιογράφους και αναβιώνει τη συζήτηση περί «διαπλοκής» στον τόπο.
Φυσικά, δεν ζούμε σε έναν όμορφο κόσμο αγγελικά πλασμένο. Ποιος έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις; Η κατάχρηση, όμως, των διαθέσιμων εργαλείων που δίνει ο νομοθέτης, δεν γίνεται για την υπεράσπιση της τιμής του θεωρητικά εγκαλούμενου. Γίνεται, για να θυμάται την επόμενη φορά ο εγκαλών τι έπαθε και να κανονίσει την πορεία του.