Ένα κακοποιημένο αρχικά και στη συνέχεια μεγαλωμένο χωρίς γονείς κορίτσι, παίρνει τη ζωή στα χέρια της όταν χάνεται στα έλη και μαζεύει στρείδια για να ζήσει. Στην πορεία ερωτεύεται και την ερωτεύονται δύο διαφορετικά αγόρια, ο ένας του μόχθου και της εκπαίδευσης και ο άλλος πλούσιος σε γκομενοσύνη. Κατηγορείται για φόνο ενός εκ των δύο και αθωώνεται (σχεδόν αβίαστα). Γράφει και εικονογραφεί βιβλία έχοντας ως μοναδική προσλαμβάνουσα τη βιωματική εμπειρία και σχολικά αναγνώσματα. Από αυτά κερδίζει τα εξαπλά από όσα χρειάζεται για να κρατήσει το σπίτι της. Και παντρεύεται.
Ως θεατής που δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» μου έμοιαζε με θρίλερ δανέζικης κοπής και γίνεται telenovela εφηβικής κοπής, στο ύψος του twilight. Αν την Kya (Daisy Edgar Jones) την έλεγαν Ροζαλίντα, τον Tate (Taylor John Smith) τον έλεγαν Λουίς Φερνάντο και τον Chase (Harris Dickinson) τον έλεγαν Σέρτζιο, η κριτική θα ήταν εύκολη. Όμως εδώ έχουμε μια ταινία που βασίζεται σε ένα best seller το οποίο έχει λατρευτεί από το παγκόσμιο κοινό, σε εποχές που δεν υπάρχουν πραγματικοί βιβλιόφιλοι. Το best seller της Ντέλια Όουενς, που έχει φανατικούς οπαδούς και στη χώρα μας, μοιάζει με γλυκό παραμύθι ευκαιριών όπου το καλό (και δίκαιο;) θα θριαμβεύσει. Τουλάχιστον έτσι το παρουσιάζει η κινηματογραφική του απόδοση.
Σε εποχές στις οποίες θριαμβεύουν οι ταινίες που πλάθονται και παράγονται σε green screens, οι «Καραβίδες» γυρισμένες σε φυσικό χώρο με πρωταγωνιστές normal people αντί μεγαλοστάρ, μοιάζουν με eye candy σε όσους μας έχει λείψει «ο πραγματικός κινηματογράφος» που στερηθήκαμε σε εποχές πανδημίας. Το παραμύθι της, σχεδόν μας πείθει και μας ταξιδεύει στην πρώτη πράξη. Ένα κορίτσι απομονωμένο, ταλαιπωρημένο, εγκαταλελειμμένο, χωρίς παιδεία ή γνώση, επιβιώνει και μάλιστα όχι ως αγρίμι. Υπέροχο premise για να πεις μια ιστορία ενηλικίωσης.
Όμως, δυστυχώς, εδώ πρέπει να καλυφθούν πολλά πεδία: η ενηλικίωση, η μόρφωση, ο έρωτας, ο ανταγωνιστής, ο φόνος, η κοινωνική κατακραυγή, ο συλλογικός ρατσισμός, η μοναχική επιβίωση, η συναισθηματική κανονικότητα και άλλα στολίδια, που στις σελίδες ενός βιβλίου βρίσκουν ευκολότερα τη θέση τους από ότι στη μεγάλη οθόνη. Τα βιβλία βλέπετε, όσα λένε είναι γραπτά -και τα γραπτά μένουν. Η φαντασία του αναγνώστη έχει όσο χρόνο χρειάζεται για να ξαναπλάσει τον κόσμο που ίσως η συγγραφική φαντασία έπλασε. Τα βιβλία μένουν στο κομοδίνο μας, στο τραπέζι, μερικές φορές και στην τουαλέτα μας (όχι αυτή των καλλυντικών), μας ακολουθούν στο τάμπλετ μας ή στην ειδική συσκευή ανάγνωσης βιβλίων. Μια ταινία έχει κυρίως οπτική και ακουστική πλατφόρμα ως εργαλειοθήκη αφήγησης για να φέρει στην επιφάνεια του καραβιδο-βυθού ελαφρώς κατευθυνόμενα συναισθήματα, που για να πιάσουν τις μάζες, κινούνται στα ρηχά.
Η κινηματογραφική Kya μεγαλώνει στα έλη. Δεν είναι σκληραγωγημένη αλλά επιβιώνει με ατάκες που μόνο σε σχολικούς καβγάδες «ταπώνουν» τους συνομιλητές. Γίνεται συγγραφέας διαβάζοντας αποκλειστικά εκπαιδευτικά συγγράμματα, χωρίς πρωταρχικά να έχει συγγραφική εμπειρία ή προσλαμβάνουσες. Αμέσως προσλαμβάνεται και γίνεται επιτυχημένη, στέλνοντας απλά τα σχέδια της σε 5-6 εκδότες που προτείνει τυχαία ο ένας εραστής της. Και αμέσως παίρνει το τσέκι και σώζει το σπιτικό της. Όλα αυτά σε έναν ωκεανό από flash backs την ώρα του δικαστηρίου που επιβεβαιώνουν τις δυσκολίες να μεταφερθεί το βιβλίο άθικτο ώστε να ικανοποιήσει και το αναγνωστικό κοινό, και το τεμπέλικο που ενδέχεται μετά τη θέαση να πάρει το βιβλίο. Τελικά, μέχρι την ολοκλήρωση του, καταφέρνει κάτι μέγιστο που μόνο ο αμερικανικός κινηματογράφος μπορεί να κάνει: Μετατρέπει μια σαπουνόπερα σε σαπουνόφουσκα, που κάθε θεατής αντανακλά ένα κάτι-τις του πάνω στην ιριδίζουσα πρισματική διαφάνεια του σαπουνιού. Ποιος με ξεπλένει τώρα με αυτά που λέω; Μόνο η λίμνη, με το στάσιμο νερό της, που φιλοξενεί σε έλος μια ιστορία που δεν πρόλαβε να ανθίσει για να γίνει περισσότερο αρεστή. Βλέπετε, τα λουλούδια κάτω από τη λάσπη, είναι ωραιότερο να τα φανταζόμαστε, γιατί, όπως και στα βιβλία, η φαντασία προάγει τις ιστορίες, όχι οι λέξεις.
Αλλεπάλληλες εκπλήξεις εστιασμένες στον εντυπωσιασμό ή την άμεση ανατροπή, φορτώνουν τις δύο ώρες και κάτι λεπτά αυτής της ταινίας που φτιάχτηκε για να εξυπηρετήσει το εδώ και τώρα του box office. Το φυσικό τοπίο στο πρώτο μέρος κυριαρχεί χαρίζοντας προσδοκίες. Οι λαμπεροί ηθοποιοί δεν δίνουν ερμηνείες, στολίζοντας τα κάδρα με φλυαρία (περισσότερα λένε παρά κάνουν). Μερικώς αξιοποιήσιμοι οι αφροαμερικανοί χαρακτήρες, που θα μπορούσαν εύκολα να είναι οι πραγματικοί ήρωες στην επιβίωση της πρωταγωνίστριας, αλλά καταντούν στολίδια πολιτικής ορθότητας.
Κάτι δεν πάει καλά. Το καταλάβαμε. Βλέπετε στη νηστεία από πραγματικές ιστορίες που να μιλάνε στην ψυχή των θεατών, οι καραβίδες μοιάζουν ιδανικό έδεσμα. Εδώ βέβαια η καραβιδόψυχα μας βγήκε σουρίμι που το πληρώσαμε με κουπόνια προσδοκίας. Έτσι στην καλυτέρα των περιπτώσεων, το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» μοιάζει μια ρομαντική παράφραση του «La ragazza del Lago» (επίσης βασισμένο σε βιβλίο) σε νοητή συνάντηση με τη διασκευασμένη σειρά ταινιών «Λυκόφως».
Πηγή: ertnews.gr