Γράφει ο Γιάννης Φ.
Παλιά, οι Αριστεροί παππούδες, αγόραζαν μια αθλητική εφημερίδα, για να κρύβουν μέσα τον Ριζοσπάστη, που, για πολλά χρόνια, βρισκόταν υπό καθεστώς διωγμού στην Ελλάδα. Ακόμα και όταν κυκλοφορούσε ελεύθερα, σπανίως αγοραζόταν φανερά από τα περίπτερα, υπό το φόβο των καταδοτών.
Κάπως έτσι νιώθω σήμερα, κάθε φορά που ο λόγος πάει στα πολιτικά. Θέλω να κρύψω σε ένα λαχταριστό περιτύλιγμα την πολιτική μου ταυτότητα (κομματική δεν έχω). Να κρύψω ότι είμαι ΠΑΣΟΚ, γιατί είμαι ΠΑΣΟΚ. Μόνο που σήμερα νιώθω σαν να θέλω να αποτινάξω όλη τη διαδρομή που με ενώνει με τα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Ντρέπομαι να δηλώσω ανοιχτά ότι γαλουχήθηκα με τον Αντρέα, ότι ως παιδί γοητεύτηκα από τις εμβληματικές αφίσες του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ εκεί κάπου το ’81 με την Αννούλα της Αλλαγής, ότι πανηγύρισα το 1985 όταν η Δεξιά έχασε τις εκλογές (αν και απογοητεύτηκα το ‘89 με την άνοδο του Αυριανισμού), ότι βγήκα ως μαθητής λυκείου στους δρόμους να διαμαρτυρηθώ για τον Τεμπονέρα. Και έπειτα ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη, η περηφάνια για την είσοδο στο ευρώ και πάλι χαρές και πανηγύρια όταν το 2009 υποχρεώθηκε σε ήττα το θλιβερό σύστημα Καραμανλή.
Και έναν χρόνο μετά παύση. Μια τεράστια παύση σαν να πάγωσε η εικόνα σε ένα στιγμιότυπο. Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, στο ακριτικό Καστελόριζο η πολιτική μου ταυτότητα ξηλώθηκε μέχρι τελευταίας κλωστής.
Η 23η Απριλίου έχει καταγραφεί στην προσωπική μου μνήμη -όπως και στη μνήμη των περισσότερων Ελλήνων- ως μια μαύρη επέτειος. Η είσοδος της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης και τα μνημόνια, η ταφόπλακα της χώρας και του λαού, που φέρει την προσωπική σφραγίδα του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου.
Έκτοτε δεν έχω ξεστομίσει ολόκληρο το όνομα «Παπανδρέου». Ο Γιώργος έγινε για πάντα Γιωργάκης, τόσο κοντός όσο κοντό έγινε το όραμα για μια καλύτερη Ελλάδα. Μνημόνια, εκατομμύρια άνεργοι, χιλιάδες αυτοκτονίες, ισοπέδωση εργασιακών κεκτημένων ετών, διάλυση της κοινωνικής συνοχής, φτωχοποίηση όχι μόνο της τσέπης αλλά και των ονείρων του Έλληνα και μαζί των δικών μου.
Ειρωνικό φόντο όλων των ενήλικων φόβων μου είναι πλέον το Καστελόριζο και η εικόνα του Γιωργάκη σε ένα θλιβερό «Καστελόριζο blues» να ανοίγει την πόρτα στους δανειστές, καλώντας μας σε ένα τρελό «roller coster», από το οποίο ο ίδιος φρόντισε να αποβιβαστεί έγκαιρα, αφήνοντας όλους εμάς, που κάποτε ταυτιστήκαμε με το ΠΑΣΟΚ και όσα πρέσβευε, σε μια αδιόρατη μοίρα.
Και για να μην τον αδικώ, να του πιστώσω ότι το μόνο στο οποίο δικαιώθηκε ο ΓΑΠ, είναι το περιβόητο «ένας εργαζόμενος ανά οικογένεια» (αν και ξέρω κάποιες οικογένειες ή μάλλον πολλές που εξαιρούνται, αφού δεν έχουν καν έναν εργαζόμενο).
Και σήμερα ο ίδιος Γιωργάκης, που έβαλε τη χώρα σε μια πορεία προς τον αγύριστο -από απλή και άδολη αφέλεια ή σχεδιασμένη πρωτοβουλία, δεν γνωρίζω- έρχεται να ζητήσει την ψήφο μου. Μου τείνει το χέρι να πορευτούμε μαζί. «Πάμε;». Που Γιωργάκη; Μια ανέφελη καλοκαιρινή βόλτα στο μαγικό Καστελόριζο; Ευχαριστώ δεν θα πάρω.
Πήρα το 2009. «Όσα κι αν έχω δανεικά πια δεν σου δίνω, να κάνεις βόλτες με το magic bus». Τελικά ακόμη και αν «λεφτά υπάρχουν» ή υπήρχαν ή θα υπάρξουν σίγουρα ένα δεν υπάρχει πια: τσίπα… «Σαν παροπλισμένος ψευτοεπαναστάτης, είχα τ’ άλλοθί μου το κουτσό σκυλί μου, την αποστολή μου», μείνε μόνος σου να άδεις στο Καστελόριζο…