Απερρίφθησαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οι αγωγές ελλήνων συνταξιούχων για τις περικοπές που υπέστησαν στις συντάξεις τους από την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται εκ μέρους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.
Οι ενάγοντες ήταν εργαζόμενοι στον ΟΤΕ και έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος και υπάγονται σε δύο οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης: το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ), που είναι ο φορέας κύριας ασφάλισης, λαμβάνοντας από αυτό κύρια σύνταξη γήρατος, και το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ, από το οποίο λαμβάνουν επικουρική σύνταξη γήρατος.
Οι συνταξιούχοι κατήγγειλαν ότι από το 2010 έως και το 2014, κατ’ εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Ε.Ε., οι συντάξεις τους γήρατος υπέστησαν δραματικές περικοπές και μειώσεις, που υπερέβησαν το 40% επί του συνολικού ποσού των συντάξεων (μόνον οι επικουρικές συντάξεις έχουν μειωθεί κατά 70%).
Κατά τους ενάγοντες, με τις περικοπές και μειώσεις αυτές παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή και ανεξάρτητη ζωή και το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες, που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως το γήρας, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 1, 25 και 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το γεγονός αυτό καθιστά τις αποφάσεις παράνομες και γεννά εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποκαταστήσει την ζημία των εναγόντων. Υποστηρίζουν επίσης ότι με τις αποφάσεις του Συμβουλίου παραβιάστηκαν οι αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας.
Οι ενάγοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν από την 01/01/2013 έως και την 31/05/2014 από την παράνομη μείωση των κύριων συντάξεών τους, συνολικού ύψους 870.504,11 ευρώ και να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς το ποσό των 3.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.
Η απόφαση της έδρας
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στην απόφασή του, που δημοσιεύθηκε χθες, παρατηρεί ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι επίμαχες αποφάσεις ήταν όντως ικανές να προξενήσουν την προβαλλόμενη από τους ενάγοντες ζημία, τα δικαιώματα προσβάσεως στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως και τις κοινωνικές υπηρεσίες δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια.
Πράγματι, η άσκησή τους μπορεί να περιοριστεί, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εφόσον τούτο δικαιολογείται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση και οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους ως άνω σκοπούς.
Μέτρα με σκοπό την μείωση του ποσού των συντάξεων ανταποκρίνονται εν προκειμένω σε σκοπούς γενικού συμφέροντος, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, στη μείωση των δημόσιων δαπανών και στη στήριξη του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται επίσης σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών και του άμεσου κινδύνου για τη φερεγγυότητα της Ελλάδας, τα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητοι περιορισμοί των δικαιωμάτων που επικαλούνται οι ενάγοντες και δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι το Συμβούλιο δεν εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων άσκησης των εξουσιών του. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν δέχεται ότι οι επίμαχες αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας, δεδομένου ότι εκδόθηκαν με σκοπό να ενισχυθεί και να εμβαθυνθεί η δημοσιονομική εποπτεία και να ειδοποιηθεί η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος.
Κατά συνέπεια, οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ασκήσεως αρμοδιοτήτων που απονέμονται ρητώς στο Συμβούλιο με το άρθρο 126, παράγραφος 9, και το άρθρο 136 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.