Γράφει ο Ceteris Paribus
Ενώ το «μακεδονικό έπος» συνεχίζεται, οι τύχες της χώρας παίζονται αλλού: στους όρους μετάβασης από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή περίοδο της επιτήρησης. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τα είπε όλα στη χθεσινή του συνέντευξη στον Alpha, μόνο που τα ουσιώδη υπάρχουν πίσω από τις γραμμές και απαιτούν… αποκωδικοποίηση.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειώσουμε ότι όσον αφορά την «καθαρή έξοδο», επικρατεί δημόσια διχογνωμία και ενός είδους «δημιουργικό χάος» όσον αφορά τις τοποθετήσεις των επίσημων αρχών αλλά και των αγορών.
Η ΕΚΤ -και η Τράπεζα της Ελλάδος, ως ελληνικό «υποκατάστημά» της- θέλει προληπτική πιστωτική γραμμή. Το ΔΝΤ θέλει ρύθμιση του χρέους, αλλά και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Μόλις χθες, η JP Morgan τοποθετήθηκε υπέρ της «βρόμικης» εξόδου με προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης, εκτιμώντας ότι αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο αλλά και το πλέον επιθυμητό. Άλλοι παράγοντες των αγορών θέλουν… καθαρή έξοδο, διότι αυτό θα είναι μήνυμα πως η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Με αυτούς τους τελευταίους τάσσεται και η κυβέρνηση.
Όλα έχουν την εξήγησή τους, και καμία εξήγηση δεν μπορεί να ευσταθεί αν δεν ξεκινάει από το χρέος.
Εν αρχή ην το χρέος…
Το μεγαλύτερο εκκρεμές οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κρατικό χρέος – χωρίς να υποτιμάται και η σημασία του ιδιωτικού χρέους. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες χώρες που βγήκαν από τη μνημονιακή επιτήρηση, η Ελλάδα έχει, κατά την έκφραση του ΔΝΤ, «εξαιρετικά μη βιώσιμο» χρέος, που υπολείπεται ελάχιστα του δυσθεώρητου 180% του ΑΕΠ.
Όπως έχουμε ξαναγράψει, «καθαρή έξοδος» σημαίνει πρώτα απ’ όλα «καθαρή έξοδος» στις αγορές. Για τις οποίες ωστόσο, η βιωσιμότητα του χρέους είναι βασικό κριτήριο. Οπότε, για τις αγορές είτε θα υπάρξει η «καθαρή εγγύηση» ότι δρομολογείται πραγματική ελάφρυνση του χρέους, με έμφαση στην επόμενη 10ετία, είτε η εγγύηση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, με διαθέσιμη ρευστότητα για τη στήριξη της Ελλάδας σε περίπτωση που θα τη χρειαστεί.
Για τους θεσμικούς «παίκτες» όπως η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, το ζήτημα τίθεται βάσει καταστατικών δεσμεύσεων: με την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και με δεδομένα τα μέτρα για το χρέος, θα πρέπει να δημοσιοποιήσουν εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Σε αυτές τις εκθέσεις, είναι απλώς αδύνατον να πουν ψέματα: υποχρεωτικά, θα κηρύξουν το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο. Μπορεί η Ελλάδα, με τις εκθέσεις των δύο βασικών θεσμικών φορέων να κηρύσσουν το χρέος μη βιώσιμο, να πετύχει «καθαρή έξοδο»; Φαίνεται αδύνατο…
Κάθε ανάλυση, λοιπόν, πρέπει να ξεκινάει από το ερώτημα: είναι πιθανόν το «πακέτο» της εξόδου από το πρόγραμμα να περιλαμβάνει ρύθμιση του ελληνικού χρέους που θα δικαιολογεί θετικές εκθέσεις βιωσιμότητας από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ; Η απάντηση είναι όχι!
Είτε βρεθεί βιώσιμη κυβερνητική λύση στη Γερμανία είτε -πολύ περισσότερο- δεν βρεθεί, ούτε η Μέρκελ ούτε κανείς άλλος αντέχουν αυτή τη στιγμή πολιτικά μια ουσιαστική μείωση του ελληνικού χρέους.
Όσοι στην ελληνική κυβέρνηση «ποντάρουν» στον νέο πρόεδρο του Eurogroup, Πορτογάλο κ. Σεντένο, θα πρέπει να θυμούνται ότι η Πορτογαλία δεν πήρε καμία ελάφρυνση του χρέους της όταν βγήκε από τα μνημόνια. Κυρίως όμως, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι σοβαρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια γενικευμένη μορφή «αμοιβαιοποίησης» για όλη την Ευρωζώνη, με τη μορφή, για παράδειγμα, του ευρωομόλογου, όταν το ιταλικό χρέος κυμαίνεται πάνω από το 130% του ΑΕΠ και το γαλλικό προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ…
Χωρίς σοβαρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, δεν υπάρχει «καθαρή έξοδος».
…και έπονται οι τράπεζες
Η δεύτερη μείζων εκκρεμότητα για την ελληνική οικονομία είναι οι τράπεζες. Αυτοί που πρέπει να γνωρίζουν γιατί δεν δικαιούνται να παίζουν με τα χρήματά τους, οι μέτοχοι και οι επενδυτές, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών εκκρεμεί.
Η εποπτεύουσα ευρωπαϊκή αρχή (SSM – ΕΚΤ) έχει δρομολογήσει μια διαδικασία σε δύο στάδια: Πρώτα, τα επισπευσθέντα κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ stress tests, που ξεκινούν από το Φεβρουάριο και θα ολοκληρωθούν περί τον Απρίλιο – Μάιο. Για την όποια κεφαλαιακή ενίσχυση απαιτηθεί, η ΕΚΤ θα δώσει χρόνο ώστε να αναζητηθούν οι καταλληλότερες λύσεις.
Στην πραγματικότητα, το μέγα ζήτημα είναι η πορεία αντιμετώπισης του ζητήματος των «κόκκινων» δανείων, που συνολικά προσεγγίζουν το δυσθεώρητο ποσό των 100 δισ. ευρώ.
Πριν δοκιμαστούν και κριθεί η αποτελεσματικότητα διάφορων τρόπων για την ανάκτηση τμήματος αυτού του ποσού, κανείς δεν θα γνωρίζει το πραγματικό ύψος των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών. Μια καλή εκτίμηση θα μπορεί να σχηματισθεί από τα τέλη του 2018 ως τις αρχές του 2019.
Οι τράπεζες θέτουν λοιπόν το δικό τους ερώτημα για την «καθαρή έξοδο»: τι θα συμβεί αν το 2019 διαπιστωθεί η ανάγκη για σημαντική ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από τις αγορές; Τι θα εγγυάται γι’ αυτό; Μπορεί να υπάρξει «καθαρή έξοδος» χωρίς κάποιας μορφής κάλυψη και εγγύηση γι’ αυτό το -πιθανότατο- ενδεχόμενο; Η απάντηση είναι ξανά όχι.
Θα ξαναδανειστούμε τα… δανεισθέντα;
Η προληπτική πιστωτική γραμμή είναι ισχυρά πιθανή γιατί δίνει λύσεις σε όλα τα προβλήματα: Επιτρέπει στην ΕΚΤ να διατηρήσει το waiver για τα ελληνικά ομόλογα και ενδεχόμενα να τα εντάξει στο QE. Κάνει ευκολότερο για το ΔΝΤ να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα με κάποιο ρόλο. Λειτουργεί σαν εγγύηση προς τις αγορές.
Πού θα βρεθούν τα κεφάλαια της προληπτικής πιστωτικής γραμμής; Από τα αδιάθετα υπόλοιπα του τρέχοντος προγράμματος – περί τα 20 δισ. ευρώ. Μεταξύ άλλων, αυτά είναι αρκετά για να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα της πιθανών αναγκών για νέα ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών.
Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα, και είναι πολιτικό: η χρήση νέων κεφαλαίων ύστερα από το τέλος του προγράμματος ισοδυναμεί με νέο δανεισμό, άρα πρέπει να περάσει από τα κοινοβούλια των χωρών-μελών. Κάτι τέτοιο είναι πολιτικά απαγορευτικό – τουλάχιστον για τη σημερινή συγκυρία. Υπάρχει όμως λύση και γι’ αυτό και βρίσκεται στη γνωστή… σατανική φρασούλα «αν απαιτηθεί».
Η χρήση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής θα είναι δυνητική: μπορεί να μη χρειαστεί. Οπότε, τα κοινοβούλια θα κληθούν να αποφασίσουν μόνο αν χρειαστεί. Έτσι, οι δανειστές θα μεταθέσουν το πρόβλημα για αργότερα, με την ελπίδα ότι δεν θα εμφανιστεί ποτέ.
Το παράδοξα και από μια άποψη εξοργιστικό, είναι πως σε αυτό το θεσμικό παιχνίδι των προσχημάτων, η Ελλάδα θα ξαναδανειστεί χρήματα που έχει ήδη δανειστεί και έναντι των οποίων έχει ήδη εκπληρώσει σκληρές δεσμεύσεις…
Τι μας αποκάλυψε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στη συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Τι μας αποκάλυψε; Την επιθυμητή για την ελληνική κυβέρνηση πολιτική «συσκευασία» όλων αυτών! Διότι πέρα από τις οικονομικές αναγκαιότητες υπάρχουν και οι πολιτικές, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε όλη τη διαδρομή της ελληνικής κρίσης. Όχι μόνο οι εγχώριες, αλλά και οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς.
Η κυβέρνηση χρειάζεται το… απολυτήριο της «καθαρής εξόδου» για να πάει αξιοπρεπώς στις εκλογές. Η ευρωπαϊκή ηγεσία χρειάζεται το ελληνικό success story, σε μια περίοδο ανάκαμψης της Ευρωζώνης και σχεδιασμού της νέας ευρωπαϊκής «αρχιτεκτονικής». Και, όπως ήδη είπαμε, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ χρειάζονται τα δικά τους προσχήματα για να είναι… τυπικώς εντάξει.
Από όσα είπε ο κ. Τσακαλώτος, τα πιο σημαντικά είναι δύο:
- Πρώτο, κάτι που περιέργως… παράπεσε στο δημόσιο σχολιασμό: «Αν πάρουμε ένα προληπτικό πρόγραμμα, κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχουν εκ νέου προβλήματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δύο χρόνια, όταν θα πρέπει να βγούμε από αυτό».
Σε τι είδους προβλήματα αναφέρεται εδώ ο υπουργός Οικονομικών; Πιθανόν σε πολιτικά προβλήματα. Όχι μόνο όμως. Η είδηση των ημερών είναι πως οι ευρωπαϊκές αρχές αναμένουν ότι ο τρέχων κύκλος ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας θα ολοκληρωθεί το 2019. Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς τοποθετείται και η ολοκλήρωση του κύκλου ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας. Μια συντονισμένη οικονομική κάμψη στις δύο πλευρές του Ατλαντικού στα τέλη του 2019 κάνει εξαιρετικά πιθανή αν όχι βέβαιη μια νέα αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Μια τέτοια αναταραχή, ακόμη και ανεξαρτήτως του οικονομικού κύκλου, προέβλεψε αυτές τις μέρες με δηλώσεις του ο πρώην επικεφαλής της FED κ. Γκρίνσπαν κάνοντας λόγο για «φούσκες» στις αμερικανικές αγορές.
- Δεύτερο, η αναφορά του σε «αρκετά καθαρή έξοδο». Πόσο… αρκετά; Τόσο, ώστε να επιτρέπει μια επιτήρηση μόνο στους στόχους του προγράμματος και όχι στις πολιτικές μέσω των οποίων θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.
Στην πραγματικότητα, ένας τέτοιος διαχωρισμός των στόχων από τα μέσα επίτευξης είναι σχεδόν παράλογος: με ποια έννοια και με ποια μέσα οι δανειστές θα επιτηρούν την επίτευξη των στόχων αν δεν έχουν λόγο στα μέσα επίτευξής τους; Απλώς θα… εύχονται να αποδειχθούν αποτελεσματικές οι πολιτικές που θα επιλέγει η ελληνική κυβέρνηση; Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί!
Μπορεί όμως να συμβεί κάτι άλλο, και αυτό είναι το… αίτημα που ο κ. Τσακαλώτος απευθύνει στους δανειστές μέσω της συνέντευξής του. Αφήστε μας να προσποιηθούμε ότι το «πακέτο» της μετάβασης στη μεταμνημονιακή εποχή είναι δικό μας. (Για να μην υπάρξει επ’ αυτού καμία παρεξήγηση των προθέσεών του εκ μέρους των δανειστών, είπε χαρακτηριστικά ότι «με το πρόγραμμα θα πάψουν όλοι να λένε ότι δεν έχουμε την ιδιοκτησία του προγράμματος»…)
Επιτρέψτε να περιλαμβάνει και κάποια ψήγματα κοινωνικής πολιτικής (αύξηση κατώτερου μισθού, μείωση φορολογικών βαρών για τα μεσαία στρώματα) αλλά και «αναπτυξιακή διάσταση».
Προσθέτοντας και τα ψήγματα μιας ασθενικής ρύθμισης του χρέους και την παραμονή του ΔΝΤ μόνο σαν συμβούλου, ο κ. Τσακαλώτος ευελπιστεί ότι η κυβέρνηση θα μπορεί να θέσει υπόψη του ελληνικού λαού ένα «αξιοπρεπές» και μαχητό εκλογικά πρόγραμμα στις προσεχείς εκλογές.
Στους επόμενους μήνες μένει να δούμε αν αυτό το περιτύλιγμα είναι συμφωνημένο και με τους δανειστές. Αν το «ελληνικό πρόγραμμα» περιέχει όλες τις βασικές τους επιθυμίες, γιατί όχι;..