Γράφει ο Ceteris Paribus
Πριν από μικρό χρονικό διάστημα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διατράνωσε δημοσίως τη μεγάλη ψευδαίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του ότι ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος μνημονιακού προγράμματος τον Αύγουστο η Ελλάδα (και η εκάστοτε κυβέρνησή της) θα ανακτήσει την πολιτική της «αυτονομία», την «εθνική κυριαρχία» στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Όχι βεβαίως με την έννοια ότι θα μπορεί να καθορίζει κατά βούληση τους στόχους της οικονομικής πολιτικής, αλλά έστω με την έννοια ότι θα καθορίζει τις πολιτικές με τις οποίες θα επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι. Για να το πούμε απλά: τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, όπως και οι στόχοι για τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ., αλλά οι πολιτικές με τις οποίες θα επιτυγχάνονται, θα επιλέγονται από την ελληνική κυβέρνηση. Με αυτή τη «σημαία» θα ήθελε ο κ. Τσακαλώτος να πάει σε εκλογές. Όμως -φευ- η πραγματικότητα άλλα επιτάσσει…
«Συμβόλαιο» εξόδου και πολιτικές εγγυήσεις
Η «διακήρυξη» αυτή αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, καθώς όσα έμελλε να ακολουθήσουν και κυρίως όσα προδιαγράφεται να ακολουθήσουν μέχρι να υπογραφεί το τελικό «συμβόλαιο» της εξόδου, την καθιστούν απλώς καταγέλαστη. Όπως έχουμε ξαναγράψει, το να θεωρήσει κάποιος ότι οι δανειστές θα αφήσουν τις πολιτικές για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος στη διακριτική διάθεση και επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων, είναι απλώς διήγημα επιστημονικής φαντασίας – και μάλιστα πολύ κακής ποιότητας.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, διάχυτη στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο, αυταπάτη: ότι οι δανειστές θα αρκεστούν και αυτή τη φορά στο να ζητήσουν και να περιληφθούν στο «συμβόλαιο» της εξόδου μόνο οικονομικοί στόχοι και μέτρα. Το γραπτό περιεχόμενο του «συμβολαίου» πράγματι θα περιέχει μόνο αυτά – όπως και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις. Αυτή τη φορά όμως, οι δανειστές δεν θα αρκεστούν σε αυτό: θα θέσουν και πολιτικές απαιτήσεις και θα ζητήσουν και πολιτικές εγγυήσεις.
Ο λόγος είναι απλός: Μέχρι τώρα η μνημονιακή επιτήρηση ήταν άμεση (διαρκείς έλεγχοι από την τρόικα και στη συνέχεια το κουαρτέτο) εκτός ευρωπαϊκών θεσμικών διαδικασιών, η δε εκταμίευση των δανειακών δόσεων ήταν επαρκής μοχλός πίεσης και πειθαναγκασμού των ελληνικών κυβερνήσεων ώστε να δεχτούν και προσυπογράψουν τα μνημονιακά προγράμματα. Ύστερα από τον Αύγουστο όμως, τίποτε από αυτά τα δύο δεν θα υπάρχει.
Οι πολιτικές σκοπιμότητες της καθαρής εξόδου επιτάσσουν να μην υπάρχει νέα χρηματοδότηση, αλλά και τη δημιουργία «μαξιλαριού» ρευστότητας που θα εγγυάται την καταβολή των τοκοχρεολυσίων του χρέους σε ορίζοντα διετίας. Αυτό σημαίνει ότι για μία διετία αχρηστεύεται ο μοχλός πιέσεων και εκβιασμού της εκταμίευσης δανειακών δόσεων. Να υποθέσουμε λοιπόν ότι οι δανειστές θα αρκεστούν σε ένα συμβόλαιο εξόδου και ύστερα θα αποθέσουν τις ελπίδες τους στη θεά τύχη και στους θεσμικούς ελέγχους της Κομισιόν;
Ύστερα, υπάρχει το γεγονός πως η Ελλάδα έχει ήδη μπει σε αργόσυρτη προεκλογική περίοδο. Παντού συζητείται σαν πιθανός χρόνος διεξαγωγής των εκλογών τα τέλη του 2018. Ακόμη όμως και αν οι εκλογές δεν είναι πρόωρες, θα γίνουν σε περίπου ένα χρόνο από τώρα, και ακόμη και αν δεν συμπέσουν, θα είναι τριπλές: βουλευτικές, αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές.
Ένα βαρύ εκλογικό πρότζεκτ που συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που θα γίνονται τα κρίσιμα stress tests των ελληνικών τραπεζών (που στη σχετική ειδησεογραφία και αρθρογραφία έχουν συνδεθεί με τη «μεγάλη» ανακεφαλαίωση ή με μείζονα σενάρια σχηματισμού ελληνικής band bank), θα κρίνεται η αξιοπιστία των προβλέψεων ότι το πλεόνασμα 3,5% είναι επιτεύξιμο και πιθανότατα οι αγορές και η παγκόσμια οικονομία θα μπαίνουν σε καθοδική φάση.
Τέλος -και ίσως το σημαντικότερο-, η περίοδος που ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση εξασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη βαίνει επίσης προς το τέλος της.
Πρώτο, διότι βαδίζοντας προς τριπλές εκλογές, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θα βυθίζεται όλο και περισσότερο σε «πειρασμούς» να διακηρύξει και υποσχεθεί διάφορα.
Δεύτερο, διότι τα εν εξελίξει πρότζεκτ των πλειστηριασμών (που θα «φουντώσουν», κάνοντας πιο εκτεταμένες τις κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις), της «αποπολιτικοποίησης» του Δημοσίου και της μείωσης συντάξεων και αφορολόγητου θα διαταράξουν με βεβαιότητας το κλίμα κοινωνικής ειρήνης και πολιτικής σταθερότητας – χωρίς να προσμετρήσουμε τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τυχόν «καυτές» εξελίξεις στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Όποιος πιστεύει ότι, μπροστά σε τέτοια ενδεχόμενα, οι δανειστές είναι αφελείς και θα αφήσουν στην τύχη το αν θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω ή αν ο «εμφύλιος» στο ελληνικό πολιτικό σύστημα θα οδηγήσει σε πρόωρη κατάρρευση το ελληνικό πρόγραμμα, μπορούν κάλλιστα να κατηγορηθούν για αφέλεια.
Ποιος θα διαχειριστεί το πρότζεκτ της εξόδου;
Σε όλη τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων μέχρι και σήμερα, η πολιτική διάσταση της μνημονιακής επιτήρησης απασχόλησε τους δανειστές εξίσου με τα χρηματοδοτικά και μνημονιακά προγράμματα αυτά καθαυτά. Εντελώς λογικό και αναμενόμενο: τα προγράμματα αυτά είχαν υψηλό βαθμό δυσκολίας στην πολιτική τους διαχείριση.
Συχνά πυκνά, με αφορμή οδυνηρά «πακέτα» μέτρων, οι δανειστές φλερτάρισαν ακόμη και με την ιδέα, ή έστω απείλησαν, να ζητήσουν τη συνυπογραφή τους και από την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. Τελικά, μέχρι τώρα δεν το έπραξαν. Αρκέστηκαν στο να πιέζουν την κυβέρνηση και εμμέσως να εκβιάζουν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα με την απειλή της κατάρρευσης αν δεν «μπουν οι υπογραφές». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις και δεν έστειλαν τα δικά τους πολιτικά «ραβασάκια» απαιτώντας η υπογραφή της εκάστοτε κυβέρνησης να έχει την ισχύ «εθνικής» υπογραφής που δεν θα αμφισβητηθεί από οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση. Γνωρίζουν πλέον σαν την παλάμη τους το ελληνικό πολιτικό σύστημα και είναι γνωστό ότι θεωρούν πως είναι γεμάτο παθογένειες και… ανάξιο εμπιστοσύνης.
Η πρώτη σημαντική «ωρίμανση» του πολιτικού συστήματος ήταν η μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και η δημιουργία κλίματος κοινωνικής αλλά και -σχετικής- πολιτικής σταθερότητας. Τώρα όμως, η είσοδος σε μακρά προεκλογική περίοδο αλλά και οι πολιτικοί πειρασμοί που βάζει η αλλαγή του πλαισίου επιτήρησης, θέτουν σε αμφισβήτηση αυτά τα κέρδη απαιτείται, τη στιγμή που το πρότζεκτ της εξόδου απαιτεί πολύ περισσότερα απ’ αυτά. Για να μη μιλήσουμε για την επίφοβη πιθανότητα πολιτικής αστάθειας αν οι εκλογές δεν αναδείξουν ισχυρή κυβέρνηση ή αν ξαναγίνουν εκλογές με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020, είναι έστω ισχυρή μια κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τον ΣΥΡΙΖΑ να «ξεσαλώνει» στην αντιπολίτευση και την κοινωνική αστάθεια να επανέρχεται;
Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής -ιδιαίτερα αν έχουμε «θερμά» επεισόδια στο Αιγαίο- πιέζουν στην κατεύθυνση των εθνικών συναινέσεων. Η έξοδος από το μνημονιακό πρόγραμμα σε προεκλογική περίοδο και ο κίνδυνος επανεμφάνισης της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια τους δανειστές στο να πιέσουν στην ίδια κατεύθυνση.
Απομένει μόνο να δούμε πώς θα σχηματοποιηθούν οι απαιτήσεις τους για πολιτικές για «εθνικές» πολιτικές εγγυήσεις. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι τον Ιούλιο θα κορυφωθεί το μεγάλο πολιτικό παιχνίδι για το μέλλον του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Και στο βαθμό που αυτό εξαρτάται από τους δανειστές και γενικά το διεθνή παράγοντα, δεν περιλαμβάνει (αντίθετα απαιτεί να πάνε όσο πιο πίσω γίνεται) εκλογές, αλλά πιέσεις και διεργασίες στην κατεύθυνση των εθνικών συναινέσεων.