Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ο τίτλος αυτού του σημειώματος αποτελεί το βασικό θεώρημα διαχείρισης του μοντέλου συντεταγμένης πτώχευσης και εσωτερικής υποτίμησης, το οποίο εφαρμόζεται στην Ελλάδα την τελευταία επταετία και ταυτόχρονα τον πολιτικώς νομιμοποιητικό μηχανισμό που παράγει εκλογές, κοινοβουλευτικές μεταβολές και συμπράξεις (: συναινέσεις στην πράξη και συγκρούσεις στα λόγια), ενώ νοθεύει απολύτως τον πολιτικό ανταγωνισμό, εξαπατώντας τον λαό και αποθαρρύνοντας την πολιτική συμμετοχή για «αλλαγή».
Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν διαπραγματεύεται στην ουσία τους όρους για το κλείσιμο όλων των κεφαλαίων της λεγόμενης αξιολόγησης – όπως εμφανίζεται να κάνει – αλλά τους όρους του Τέταρτου Μνημονίου. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί να περατωθεί η διαδικασία που αφορά στην «αξιολόγηση» του Τρίτου Μνημονίου που η ίδια υπηρετεί. Με άλλα λόγια, δίχως τους όρους του Τέταρτου Μνημονίου δεν μπορεί να κριθεί η απόδοση και η αποτελεσματικότητα του Τρίτου, σε ό, τι αφορά στην μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Ελλάδα ως πρότυπο (πείραμα) αναπροσαρμογής στην Ευρωζώνη.
Αυτό που σημειώνω στον τίτλο (: κάθε κυβέρνηση της κρίσης προετοιμάζει το μνημόνιο της επόμενης) είναι ασφαλώς μια πρόταση που αποδεικνύεται με βάση προηγουμένως αποδεκτές ή αποδεδειγμένες προτάσεις με τη μορφή «αξιωμάτων-Σόιμπλε», τα οποία είναι προϊόν της συνεργασία των ευρωπαϊκών θεσμών με το ΔΝΤ. Τα αξιώματα αυτά αποτελούν συγκεκριμένη γλώσσα έκφρασης και ταυτόχρονα ερμηνείας της ελληνικής κρίσης, ενώ συντάσσουν τον κοινό κώδικα επικοινωνίας (τη βάση αλληλεπίδρασης και μη-πολιτικής διαπραγμάτευσης) μεταξύ των ελληνικών κυβερνήσεων και της τρόικας (κουαρτέτου).
Όποιος δεν ομιλεί αυτή τη γλώσσα, δεν μπορεί να κυβερνήσει στην Ελλάδα της ευρωζώνης (: να ένα ακόμη «αξίωμα-Σόιμπλε»). Και αυτό αποσαφηνίστηκε με τη μορφή της ιλαροτραγωδίας κατά την περίοδο της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα. Σήμερα τα πάντα είναι σαφή και ξεκάθαρα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν έντιμοι πολιτικοί για να μιλήσουν με ειλικρίνεια επί των συμπερασματικών κανόνων του συγκεκριμένου τυπικού συστήματος αναφοράς της διαχείρισης της ελληνικής κρίσης, το οποίο δεν έχει μεταβληθεί μεθοδολογικά εντός της επταετίας. Εάν το έπρατταν θα άξιζαν τον σεβασμό μας, ασχέτως των επιμέρους πολιτικών χαρακτηριστικών τους και της αναφερόμενης πολιτικής τους ταυτότητας. Δεν το πράττουν ούτε σήμερα κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη βουλή και έτσι όλοι λένε «ψέματα», καθώς φροντίζουν παραπλανητικά να μην ομιλούν επί των προτάσεων μιας θεωρίας επί της οποίας δομείται η ελληνική κρίση και η διαχείρισή της, αυτά εκφράζονται δια μιας τυπικής γλώσσας, την οποία θεμελίωσε η συνεργασία Σόιμπλε-ΔΝΤ.
Αυτοί οι δύο κεντρικοί παράγοντες δεν ομιλούν διαφορετική γλώσσα – όπως υπαινίσσεται ο ελληνικός Τύπος και ισχυρίζεται η κυβέρνηση – ενώ οι εμφανιζόμενες διαφοροποιήσεις τους απλώς ορίζουν το πλαίσιο των υποθέσεων /εκτιμήσεων, έτσι ώστε το θεώρημα της ελληνικής κρίσης να αποτελεί ένα πεπερασμένο σύνολο από συμπερασματικούς κανόνες και αξιώματα χωρίς επιπλέον υποθέσεις. Δηλαδή, ακόμη και το όποιο εναλλακτικό σενάριο να εμπεριέχεται στη βασική υπόθεση. Έτσι εξηγείται και η επιμονή σε «preemptive» (προληπτικά) μέτρα και μηχανισμούς επί των δημοσιονομικών και των χρηματοπιστωτικών. Έτσι εξηγείται και η προσφυγή σε εκλογές στο παρά πέντε της κατάληξης μιας συμφωνίας που αφορά στο κλείσιμο μιας θεμελιώδους περιόδου αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος (: goal oriented theory).
Πρόσεξε το «κόλπο», δηλαδή το διαλογικό σχήμα που οδηγεί σε εκλογές στην Ελλάδα, στο βαθμό που ολοκληρώνεται μια ακόμη αξιολόγηση για να οριοθετηθούν τα νέα μέτρα και οι επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις που θα ικανοποιούν το σενάριο βιωσιμότητας, όχι ασφαλώς του χρέους ή της εθνικής οικονομίας, αλλά του συγκεκριμένου προγράμματος (ατομικού μηχανισμού για την Ελλάδα). Και ασφαλώς το κεντρικό μεσοπρόθεσμο σενάριο βιωσιμότητας της ευρωζώνης: Η απόδειξη ενός πολιτικοοικονομικού θεωρήματος σαν αυτό που ορίζει τη φύση, τη διάσταση και την θεραπεία της ελληνικής κρίσης – στη βάση ασφαλώς μιας νεοηγεμονικής παιδαγωγικής «learning-by-numbers» – είναι ένα λογικό επιχείρημα που δείχνει πως το συμπέρασμα για την ανάγκη ενός Τέταρτου Μνημονίου είναι αναγκαία συνέπεια των υποθέσεων του Τρίτου και πάει λέγοντας, όπως ακριβώς συνέβαινε με το Τρίτο σε σχέση με το Δεύτερο και με το Δεύτερο σε σχέση με το Πρώτο. Κάπως έτσι η «αλήθεια» που αφορά στο συμπέρασμα για την επέκταση του προγράμματος με ένα Τέταρτο Μνημόνιο, έρχεται παραδόξως να νομιμοποιήσει πολιτικώς την «αλήθεια» των υποθέσεων του Τρίτου Μνημονίου, όπως αυτές τεστάρονται κατά την τρέχουσα αξιολόγηση. Δηλαδή το πώς θα κλείσει τελικά αυτή η αξιολόγηση εξαρτάται από το πώς θα διαμορφωθεί το Τέταρτο Μνημόνιο. Και αυτό, αναγνώστη μου, είναι λογικά και σύμφωνα με το γενικό θεώρημα που δίνει πολιτική υπόσταση στην ελληνική κρίση, ζήτημα της επόμενης κυβέρνησης.
Κάθε μνημόνιο, λοιπόν, και κυβέρνηση. Κάθε κυβέρνηση και νέο μνημόνιο. Κι έτσι ορίζεται η πραγματική φύση των κυβερνήσεων της κρίσης, χωρίς πλέον να έχει ιδιαίτερη σημασία σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής, πώς αυτές αυτοπροσδιορίζονται και τοποθετούνται στο φάσμα δεξιά-αριστερά. Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό αυτές τις συνθήκες. Οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας ορίζουν κυριολεκτικώς μία τυφλή μετάβαση σε κάτι που ξεφεύγει από την ρεαλιστική σχέση υποθέσεως-συμπεράσματος. Πρόκειται για μία μετάβαση που διαφεύγει από την θεωρητική κατασκευή της τρόικας για την διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Και άρα η νέα μεταπολίτευση θα δομηθεί στη βάση της «ρήξης»/υπέρβασης του βασικού θεωρήματος της τρόικας, άρα και των «αξιωμάτων-Σόιμπλε». Αυτό που δεν μπορώ να απαντήσω είναι το πότε, πώς και με ποιους πιθανώς νέους παράγοντες θα προκληθεί αυτή η ρήξη.