Σχεδόν οι μισές από τις 56 εκατομμύρια αμβλώσεις που υπολογίζεται ότι γίνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο δεν είναι ασφαλείς και οι γυναίκες στις φτωχότερες χώρες αντιμετωπίζουν ακόμη υψηλότερο κίνδυνο εξαιτίας των περικοπών της χρηματοδότησης των ΗΠΑ στα προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού στο εξωτερικό, προειδοποιούν ειδικοί για θέματα δημόσιας υγείας σε μια έκθεση που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επανέφερε σε ισχύ μια πολιτική η οποία απαιτεί οι ξένες ΜΚΟ οικογενειακού προγραμματισμού οι οποίες λαμβάνουν αμερικανική χρηματοδότηση να πιστοποιούν ότι δεν κάνουν αμβλώσεις και δεν δίνουν συμβουλές ούτε προτείνουν να γίνονται αμβλώσεις ως μέθοδος οικογενειακού προγραμματισμού.
Παγκοσμίως, γίνονταν 25 εκατομμύρια αμβλώσεις με μη ασφαλή τρόπο κάθε χρόνο από το 2010 ως το 2014, αναφέρει η έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και του Ινστιτούτου Guttmacher. Το 97% από αυτές τις επεμβάσεις έγινε σε κράτη της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
«Σχεδόν οι μισές αμβλώσεις παγκοσμίως δεν γίνονται με ασφαλή τρόπο. Και αυτό προκαλεί κατάπληξη, διότι μια ασφαλής άμβλωση είναι απλή επέμβαση από επιστημονική άποψη», επισήμανε η Δρ. Μπέλα Γκανάτρα, της διεύθυνσης αναπαραγωγικής υγείας και έρευνας του ΠΟΥ.
«Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των ιδιαίτερα περιοριστικών νόμων και των μη ασφαλών αμβλώσεων», συνέχισε.
Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια χρειάζονται πρόσβαση στη μόρφωση σχετικά με τη σεξουαλική ζωή και την αποφυγή ανεπιθύμητων κυήσεων, αλλά και στην πρόσβαση σε ασφαλείς ιατρικές υπηρεσίες ώστε να προχωρούν σε αμβλώσεις αν το επιθυμούν, υπογράμμισε η Γκανάτρα.
Οι αρχές της Ουρουγουάης, του Νεπάλ και της Αιθιοπίας προσφέρουν τα τελευταία χρόνια πρόσβαση σε ασφαλείς αμβλώσεις, ανέφερε η ίδια.
Στην Ιρλανδία σχεδιάζεται να διεξαχθεί δημοψήφισμα τον ερχόμενο Μάιο ή Ιούνιο για τη χαλάρωση του νομικού πλαισίου στη χώρα σχετικά με την άμβλωση, που είναι ένα από τα πιο αυστηρά παγκοσμίως, δήλωσε ο ιρλανδός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ την Τρίτη.
Περί το 88% των αμβλώσεων καταγράφεται σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η αντισύλληψη γενικά είναι ελλιπής, επισήμανε η Δρ. Γκίλντα Σετζ, επικεφαλής επιστημονική ερευνήτρια του Ινστιτούτου Γκουτμάχερ.