Εγραφε ο Κωλέττης, ο πρώτος λαϊκιστής πρωθυπουργός της σύγχρονης Ελλάδας: «Ο Μαυροκορδάτος εξέλαβε την Ελλάδα Ευρώπην και απόδειξις η σύνταξις της κυβέρνησής του… Εστρεψε το βλέμμα περί την αίθουσαν αυτού και, ιδών ανθρώπους φορούντας βελάδας, ομιλούντας αγγλικά και γαλλικά, είπεν· “Ιδού το ελληνικόν έθνος και κατ’ αυτό γεννηθήτω η κυβέρνησή μου”. Πλην, αγαπητέ, το ελληνικόν έθνος δεν είναι το συνερχόμενον εις την αίθουσαν του Μαυροκορδάτου, αλλά το συνερχόμενον εις την του Κωλέττου· το ελληνικόν έθνος ούτε βελάδας φορεί ούτε γαλλικά ή αγγλικά ομιλεί· φορεί φουστανέλλας, ομιλεί ενίοτε και αλβανικά και κουτσοβλάχικα και σώζει τα ήθη της τυραννίας (τουρκοκρατίας), τα οποία δεν θα εξαλειφθώσι διά μιας· διότι, όσο και αν φωνάζωσιν οι λογιώτατοι, τα έθνη δεν αυτοσχεδιάζονται. Εκ τούτου λοιπόν του έθνους, εκ του έθνους της αιθούσης μου, έπρεπε να λάβη υπουργούς».
Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς, διευθυντής της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Οταν διάβασα ξανά αυτή την περικοπή –στο βιβλίο του Γ. Μαυρογορδάτου για τους «Διχασμούς»– προβληματίστηκα. Γιατί; Επειδή φαινομενικά στα Τέμπη ήταν ο σταθμάρχης που βγήκε από την αίθουσα του Κωλέττη. Δεν είναι όμως τόσο απλό.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, έχει αποδειχθεί ότι είναι πολλοί όσοι φορούσαν βελάδα, ομιλούσαν την αγγλικήν και τη γαλλικήν αλλά κυβερνούσαν σαν να φορούσαν φουστανέλα. Και –επίσης– σαν να διατηρούσαν τα ήθη της τουρκοκρατίας. Δεν έχει καμία σημασία ποιο σχολείο τέλειωσαν ή από ποια ελίτ προέκυψαν. Το αντίθετο. Ξέχασαν όσα ενδεχομένως έμαθαν στα καλά σχολεία της ημεδαπής και της αλλοδαπής, και με τη δικαιολογία ότι «αυτός είναι ο λαός», ακολούθησαν τον βολικό κανόνα του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή. Κορυφαίο τέτοιο παράδειγμα, αλλά όχι μοναδικό, ο Ανδρέας. O σημερινός πρωθυπουργός δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, έχει φιλοδοξία για τη χώρα.
Η μεγάλη πρόκληση, ωστόσο, ήταν και είναι να βρεθούν και να συστρατευθούν οι άριστοι και ικανοί, που δεν προέρχονται από καμία ελίτ, που έχουν τελειώσει το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο, και που μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά με επαγγελματισμό και αφοσίωση. Υπάρχουν πάρα πολλοί, ειδικά στις νεότερες γενιές. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο Ελλάδες φανερώνεται σε όλο του το μεγαλείο όταν συγκρίνεις δημοσίους υπαλλήλους ή αστυνομικούς που έχουν μπει με κάποιες εξετάσεις ή ΑΣΕΠ, από τη μία, με όσους μπήκαν με έναν τενεκέ λάδι και λίγη βοήθεια και δήθεν εξετάσεις, από την άλλη. Εχουμε διανύσει πολύ δρόμο από τον Κωλέττη. Σε πολλά δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από την Ευρώπη. Ο μέσος Ελληνας θα ένιωθε πολύ άβολα στην «αίθουσα του Κωλέττη». Καμία μεταρρύθμιση δεν θα πετύχει όμως, κανένα τρένο δεν θα είναι ασφαλές, αν η χώρα δεν αποκτήσει ηγεσία σε όλα τα επίπεδα και ραχοκοκαλιά από τους ανθρώπους και τη γενιά που παίρνει το τρένο για να πάει να σπουδάσει.