Το «Φανάρι» υπό τον Ολαφ Σολτς είναι το πιθανότερο σενάριο στο Βερολίνο, χαστούκι στο συντηρητικό στρατόπεδο και τον Αρμιν Λάσετ, ποιοι προαλείφονται για νέοι υπουργοί
Άρθρο της Ξένιας Κουναλάκη
Το οριακό προβάδισμα των σοσιαλδημοκρατών (SPD) στα πρώτα exit polls φέρνει πιο κοντά το σενάριο της σύμπραξης με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες με καγκελάριο τον σημερινό υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς στο σχήμα του «Φαναριού» ή «Φωτεινού σηματοδότη» (κόκκινο-πράσινο-κίτρινο). Θα πρέπει ωστόσο σε αυτές τις εκλογές-θρίλερ να κρατήσουμε μια επιφύλαξη μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί η ψαλίδα μεταξύ των δυο πρώτων θα μπορούσε να κλείσει όσο ενσωματώνεται στο αποτέλεσμα η επιστολική ψήφος, που παραδοσιακά ευνοεί τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU). Οποια κι αν είναι η εξέλιξη της βραδιάς το σημερινό αποτέλεσμα αποτελεί ιστορικό χαμηλό για την Ένωση Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστων (CDU/CSU) κι ο μεγάλος χαμένος έχει ονοματεπώνυμο: Αρμιν Λάσετ. Στον αντίποδα ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Ολαφ Σολτς απέδειξε την ανθεκτικότητα του, δικαιώνοντας το ρομποτικό παρατσούκλι «Σολτσοματ», που του έχουν απονείμει οι Γερμανοί δημοσιογράφοι. Όταν έφτασε στην έδρα του SPD, στο Willy Brandt Haus, ο μικροκαμωμένος πολιτικός που μιλάει χαμηλόφωνα, μέλη της νεολαίας ξεδίπλωσαν ένα υπερμέγεθες «Danke» («Ευχαριστούμε»).
Το ερώτημα είναι κατά πόσον η Ένωση CDU/CSU θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει κι εκείνη με τη σειρά της συζητήσεις με τα άλλα δυο κόμματα, αποτολμώντας μια δεύτερη προσπάθεια για έναν συνασπισμό με τα χρώματα της Τζαμάικα (μαύρο, πράσινο και κίτρινο), ακόμη κι αν τερματίσει δεύτερη. Ο ίδιος ο Λάσετ απάντησε πριν λίγο θετικά στο ερώτημα, λέγοντας ότι η παράταξη του έχει εντολή να αναχαιτίσει μια αριστερή κυβέρνηση. Ο ηγέτης του CSU, Μάρκους Ζέντερ όμως είχε απορρίψει το ενδεχόμενο και δεν αποκλείεται το ζήτημα να προκαλέσει εσωκομματικές τριβές. Με δεδομένο ότι στην Γερμανία δεν υπάρχουν διερευνητικές εντολές, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί τίποτα προς το παρόν.
Με βάση το επικρατέστερο σενάριο όμως, από απόψε το βράδυ ξεκινάει μια περίοδος διαπραγματεύσεων και ισορροπιών μεταξύ τριών κομμάτων με διαφορετικές ευαισθησίες και προτεραιότητες στην ατζέντα για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Κατώτατος μισθός, φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και μέτρα για φτηνή στέγη ενώνουν τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, κλιματική αλλαγή τους χωρίζει, ενώ το FDP αποκαλεί απαξιωτικά το οικολογικό κόμμα «κόμμα των απαγορεύσεων» και απορρίπτει κατηγορηματικά αύξηση των φόρων. Παρ’ όλα αυτά θεωρείται βέβαιο ότι τα τρία κόμματα θα προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις για να συγκυβερνήσουν.
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι υπουργοί στο «Φωτεινό σηματοδότη»; Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) διεκδικούν ήδη το υπουργείο Οικονομικών κι οι Πράσινοι το υπουργείο Εξωτερικών, μια εξέλιξη που θα είναι μάλλον θετική για τη χώρα μας λόγω της σκληρής στάσης του κόμματος έναντι της Τουρκίας και της προεκλογικής του πρότασης για μια γενναιόδωρη χειρονομία προς την Αθήνα στο ζήτημα των επανορθώσεων. Στον αντίποδα διορισμός του ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, υπέρμαχου της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών θα αποτελούσε δυσάρεστη είδηση για την Ελλάδα και την Ευρώπη σε μια στιγμή που η χαλάρωση συνιστά προϋπόθεση για την ανάκαμψη μετά την πανδημία. Πάντως μεταξύ των μνηστήρων για τον θώκο συγκαταλέγεται και ο Ρόμπερτ Χαμπεκ, ο ηγέτης των Πράσινων που παραμέρισε για να χριστεί υποψήφια καγκελάριος του κόμματος η Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία από την πλευρά της φημολογείται ότι θα μπορούσε να τεθεί επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας. Το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση φέρει την κωδική ονομασία NordStream 2, καθώς οι Πράσινοι θέλουν να σταματήσει η λειτουργία του ρωσικού αγωγού, κάτι που θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις Μόσχας-Βερολίνου.
Ενδιαφέρουσες αναμένονται οι εξελίξεις στους κόλπους των χαμένων και ειδικά στο συντηρητικό στρατόπεδο. Οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) είχαν σπεύσει εδώ και αρκετές εβδομάδες να επιρρίψουν όλες τις ευθύνες για τη διαφαινόμενη ήττα στον Λάσετ. Αλλα στελέχη της Ένωσης CDU/CSU κατηγόρησαν προεκλογικά τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, «που ψηφίζουν SPD ή Πράσινους» για τα θετικά προφίλ του Σολτς στον Τύπο τα οποία δημιούργησαν την αίσθηση ότι ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός είναι ταυτόχρονα φορέας της συνέχειας αλλά και της ανανέωσης. Ο Λάσετ από την άλλη είχε το αντίστροφο πρόβλημα. Αν επιχειρούσε να προβάλει το στοιχείο της αλλαγής, κατηγορείτο ως προδότης της κληρονομιάς Μέρκελ. Κι όταν προσπαθούσε να αναλάβει τον ρόλο του γνήσιου εκφραστή του Μερκελισμού, αποκηρυσσόταν ως βαρετός και εισέπραττε την κόπωση της κοινής γνώμης από τα 16 χρόνια απόλυτης κυριαρχίας της καγκελαρίου. Η αποστολή του ήταν καταδικασμένη από την πρώτη μέρα. Ακόμη και κατά την ψηφοφορία ο Λάσετ έγινε αντικείμενο χλεύης επειδή στο ψηφοδέλτιο που δίπλωσε λάθος και έριξε στην κάλπη μπροστά στις κάμερες ήταν ορατός ο σταυρός του, με αποτέλεσμα να τεθεί ζήτημα μυστικότητας της ψήφου. «Πραγματικά πόσο χαζός μπορεί να είναι;» αναρωτήθηκε στο Twitter ο γνωστός Γερμανός κωμικός Γιάν Μπεμερμαν. Δεν λείπουν ωστόσο οι φωνές που στρέφονται όχι τόσο εναντίον του Λάσετ όσο κατά της Μέρκελ για την ανεπαρκή προετοιμασία του εσωκομματικού εδάφους για την περίοδο μετά την απόσυρση της.
Το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) φαίνεται να χαροπαλεύει με το εκλογικό όριο του 5%, καθώς η προοπτική μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης ώθησε πολλούς να ψηφίσουν SPD, με αποτέλεσμα η πόλωση να συνθλίψει τους πρώην κομμουνιστές, υποδιπλασιάζοντας το ποσοστό τους. Το κόμμα πάντως θα εισέλθει πιθανότατα στο Bundestag, χάρη στην εξασφάλιση τριών τουλάχιστον βουλευτών μέσω της απευθείας ψήφου, όπως προβλέπει ο εκλογικός νόμος. Η κακή του επίδοση απομακρύνει το ενδεχόμενο συνεργασίας SPD, Πράσινων και πρώην κομμουνιστών. Χαμένη είναι και η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) που απέτυχε να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των αρνητών των εμβολίων και των μέτρων κατά της πανδημίας. Παρά την οίηση του ίδιου του Κρίστιαν Λίντνερ που άρχισε να συμπεριφέρεται σαν ρυθμιστής προτού καν διεξαχθούν οι εκλογές, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες δεν βελτίωσαν θεαματικά τα ποσοστά τους, σε αντίθεση με τους Πρασινους. Η πίεση προς τον ίδιο τον ηγέτη του FDP να συμπράξει στην επόμενη κυβέρνηση θα είναι τεράστια κι ενδεχόμενοι βεντετισμοί-όπως πριν τέσσερα χρόνια, οπότε αποχώρησε στο παρά πέντε από τις μετεκλογικές ζυμώσεις για μια συνεργασία με το CDU και τους Πράσινους-θα έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος.
Τώρα η Μέρκελ πρέπει να μείνει για μερικούς μήνες ακόμη μέχρι να τελεσφορήσουν οι διεργασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης και ίσως καταφέρει να ξεπεράσει το ρεκόρ παραμονής στην εξουσία, που κατέχει ο μέντοράς της, Χέλμουτ Κολ. Ήταν πάντως μια συναρπαστική προεκλογική περίοδος μετά από μια μακρά περίοδο προβλέψιμων αναμετρήσεων, στις οποίες έπαιρναν μέρος διάφοροι υποψήφιοι και στο τέλος κέρδιζε πάντα η Άγκελα Μέρκελ. Αυτήν τη φορά επρόκειτο για ένα τρενάκι του τρόμου, αφού στην αρχή προηγείτο ο Λάσετ, μετά η Μπέρμποκ και στο τέλος ο Σολτς. Τα περιοριστικά μέτρα δεν επέτρεψαν μεγάλες συγκεντρώσεις: οι πολίτες υποχρεούνταν να φέρουν πιστοποιητικό εμβολιασμού για να ακούσουν τις ομιλίες των υποψηφίων, να φάνε πρέτσελ και Gummibaerchen σε σακουλάκια με τα λογότυπα των κομμάτων και να εξασφαλίσουν μια σέλφι με τους αγαπημένους τους πολιτικούς. Οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν τη διαφορά οριακή, η υψηλή συμμετοχή στην επιστολική ψήφο λόγω πανδημίας και τα επισφαλή exit polls κατέστησαν παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη. Ο καλοκαιρινός καιρός καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας με πάνω από 22 βαθμούς Κελσίου θερμοκρασία ενίσχυσε τη συμμετοχή, που εκτιμάται γύρω στο 80%, αν και ειδικά στο Βερολίνο η κυκλοφορία είχε παραλύσει εξαιτίας του Μαραθωνίου. «Οποιος ψηφίζει, βιώνει τη δημοκρατία», δήλωσε νωρίς το πρωί ο ομοσπονδιακός πρόεδρος, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, καλώντας τους ψηφοφόρους να προσέλθουν στις κάλπες.