ΦΑΙΗ ΜΑΚΑΝΤΑΣΗ*, ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΓΗΡ**
Οταν ακούμε για μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση στην Ελλάδα ο νους μας συνειρμικά πηγαίνει σε αλλαγές στα πανεπιστήμια ή και στην εισαγωγή τους σε αυτά. Κανείς δεν μπορεί να σκεφθεί αυτόματα ότι μια μεταρρύθμιση μπορεί να αφορά στην εκπαίδευση των νηπίων. Και όμως η προσχολική αγωγή είναι διαχρονικά η πιο παραμελημένη βαθμίδα εκπαίδευσης στη χώρα μας. Μάλιστα τη στιγμή που άλλες χώρες επενδύουν εδώ και δεκαετίες στην πλαστικότητα του παιδικού εγκεφάλου και στο μέλλον των παιδιών 0-4 ετών προσφέροντάς τους μια ποιοτική προσχολική αγωγή. Αξίζει να αναφερθεί ότι στις ΗΠΑ ο ίδιος ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον το 1964 μέσω του προγράμματος «Head Start» έβαλε σε πολιτική προτεραιότητα να σπάσει τον φαύλο κύκλο της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων προσφέροντας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την παιδική ανάπτυξη. Αλλά και άλλες ανεπτυγμένες χώρες όπως η Ιταλία, η Μ. Βρετανία, η Δανία αναγνωρίζουν τη βιολογική, κοινωνική και οικονομική αξία προγραμμάτων εκπαίδευσης στην προσχολική αγωγή παρέχοντας υψηλής ποιοτικής στάθμης προγράμματα.
Και εάν το γεγονός ότι προηγμένες οικονομικά και θεσμικά χώρες επενδύουν στην προσχολική αγωγή δεν είναι αρκετό να μας πείσει για τη μεγάλη αξία αυτής της επένδυσης –μπορεί να έχει απόδοση της τάξης του 15%-20%– ας αναφέρουμε ότι υπάρχει πληθώρα μελετών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, νευρολογία, παιδαγωγική, παιδιατρική, ψυχολογία κ.ά., που κατατείνουν στο ότι η φροντίδα και η αγωγή που λαμβάνει ένα παιδί από 0 έως 4 ετών είναι θεμελιώδους σημασίας για τη μετέπειτα ανάπτυξη και εξέλιξή του σε όλους τους τομείς: γνωστικό, γλωσσικό, συναισθηματικό, κοινωνικό, κινητικό και σωματικό. Συνεπώς, όταν ένα υψηλής ποιότητας πλαίσιο με συγκεκριμένο πρόγραμμα εστιάζει στους παραπάνω τομείς ανάπτυξης, προωθεί παράλληλα δεξιότητες και νευροβιολογικές λειτουργίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της κριτικής σκέψης, της επίλυσης προβλημάτων, της αυτονομίας, της ψυχικής ανθεκτικότητας, της ενσυναίσθησης και της συμμετοχής σε μια ομάδα. Δεξιότητες που είναι τόσο σημαντικές, μεταξύ άλλων, και στον εργασιακό βίο του ατόμου και οι οποίες είναι δυσεύρετες καθ’ ομολογίαν των επιχειρήσεων.
Αλλά ας έρθουμε τώρα στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, αφενός το ποσοστό συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση υστερεί του ευρωπαϊκού μέσου όρου, την ώρα μάλιστα που συζητάμε έντονα για το δημογραφικό και τις έμφυλες διακρίσεις. Δεν πρέπει λοιπόν να παραβλέπουμε ότι η ποιοτική προσχολική αγωγή με τις κατάλληλες υποδομές λειτουργεί ως αντίβαρο στην υπογεννητικότητα μειώνοντας έτσι το βάρος της ανατροφής των παιδιών με το οποίο είναι επιφορτισμένα τα σύγχρονα ζευγάρια, αλλά και αυξάνοντας τη συμμετοχή των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, δίνοντας τους παράλληλα την ευκαιρία να ικανοποιήσουν τα επαγγελματικά τους οράματα και να ενισχύσουν την ανάπτυξη της οικονομίας. Αφετέρου δεν υπάρχει πρόγραμμα (curriculum) προσχολικής αγωγής για τα παιδιά 0-4 ετών, που να είναι δεσμευτικό και να ακολουθείται από όλους τους φορείς προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, ήτοι τους δημόσιους, δημοτικούς και ιδιωτικούς βρεφικούς, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς. Μάλιστα, οι όποιες αποφάσεις για την προσχολική αγωγή διαχέονται ανάμεσα στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και το υπουργείο Εσωτερικών, γεγονός που οδηγεί σε μια ιδιαίτερα σύνθετη και διασπασμένη διαχειριστική δομή που είναι σημαντικό να συντονιστεί, ώστε να λειτουργήσει ως ασπίδα για την παιδική προστασία. Με πρωτοβουλία της υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Δόμνας Μιχαηλίδου και την επιστημονική υποστήριξη της «διαΝΕΟσις» μια πρόταση για ένα νέο πλαίσιο για την προσχολική αγωγή, που βασίζεται τόσο στους πυλώνες ανάπτυξης κάθε παιδιού όσο και σε εφαρμοσμένα καλά παραδείγματα πλαισίων και προγραμμάτων σπουδών σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο προσαρμοσμένα στα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, από αύριο θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση.
Εάν θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει τις τομές που επιχειρούνται και να αναδείξει τις ευκαιρίες που δημιουργούνται θα έλεγε ότι για πρώτη φορά στη χώρα θα υπάρχει ένα ενιαίο, συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο περιλαμβάνονται αξίες και παιδαγωγικές πρακτικές που καθιστούν εφικτή την παροχή ποιοτικής προσχολικής αγωγής χωρίς κοινωνικούς και οικονομικούς αποκλεισμούς. Ακόμη προτείνονται νέα ωρολόγια προγράμματα, τα οποία ανταποκρίνονται στις διανοητικές, γλωσσικές και βιολογικές ανάγκες των παιδιών ως προς το φαγητό, τον ύπνο, τη σωματική άσκηση και το παιχνίδι. Το τελευταίο δε έχει κεντρική θέση στο πρόγραμμα, είτε με μορφή οργανωμένου παιχνιδιού είτε σαν ελεύθερη διερεύνηση σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Επιπλέον, προωθείται η σύνδεση των παιδιών με την κοινότητα μέσα από επισκέψεις και πολιτιστικές δράσεις που ενισχύουν τη διαπολιτισμικότητα. Σε αυτές και σε άλλες δράσεις της προσχολικής δομής ενθαρρύνεται η συνεργασία και συμμετοχή των γονέων, ώστε η εκπαιδευτική διαδικασία να επεκτείνεται και στο σπίτι με αντίστοιχες δραστηριότητες.
Για να πραγματοποιηθούν όμως όλα αυτά είναι απαραίτητο κανείς να ενσκήψει με πραγματικό ενδιαφέρον στον άλλο παιδαγωγικό πόλο – τους παιδαγωγούς. Για την υποστήριξη του πολύτιμου έργου τους, προβλέπονται βελτιώσεις στην αναλογία παιδιών/παιδαγωγών, θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, ενώ εισάγεται ο ρόλος του/της μέντορα που θα υποστηρίζει το έργο τους καθημερινά. Επειδή η ψυχική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών είναι μείζον θέμα, προτείνεται κάθε δομή προσχολικής αγωγής μαζί με τους γονείς να συνεργάζεται με ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες επαγγελματιών υγείας που θα παρακολουθούν τη διανοητική ανάπτυξη των παιδιών και θα εντοπίζουν ενδεχόμενες αναπτυξιακές δυσκολίες ανακινώντας τη διαδικασία για πρώιμη παρέμβαση. Τέλος από άποψη διακυβέρνησης, προτείνεται η δημιουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης που θα είναι επιφορτισμένο με τον παιδαγωγικό σχεδιασμό και τη διασφάλιση της συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Εχοντας συνειδητοποιήσει ως κοινωνία τις μακροχρόνιες επιπτώσεις και τη σημασία που έχει η παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης και φροντίδας σε μικρά παιδιά, κυρίως δε των μη προνομιούχων, δηλαδή αυτών που προέρχονται από λιγότερο εύρωστα περιβάλλοντα, είναι μονόδρομος να συνεργαστούμε για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση που θέτει τα θεμέλια της ποιοτικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, μειώνει δραστικά τις διαγενεακές και κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και επιτρέπει τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας μας.
* Η δρ Φαίη Μακαντάση είναι επικεφαλής Ερευνών στον ερευνητικό οργανισμό «διαΝΕΟσις».
** Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale University στην έδρα «Douglas A. Warner III».