Τα τελευταία 2-3 χρόνια έχει συμβεί κάτι πρωτόγνωρο και ιδιαίτερα αισιόδοξο. Χιλιάδες συμπατριώτες μας της μακρινής δια-σποράς της Αμερικής, της Αυστραλίας και του Καναδά έχουν ανακαλύψει την Ελλάδα. Σε ένα βαθμό αυτό συνέβη λόγω κορωνοϊού.
Toυ Αλέξη Παπαχελά
Η χώρα μας ξεχώρισε για την αντιμετώπισή του, ενώ δεν ήταν λίγοι όσοι αποφάσισαν να έλθουν και να κάνουν από εδώ τη δουλειά τους. Την ίδια στιγμή, βελτιώθηκε σημαντικά το brand της χώρας, έγινε ξανά μόδα έπειτα από πολλές δεκαετίες. Είναι εντυπωσιακό πόσο δημοφιλείς είναι ελληνικοί προορισμοί στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Αλλά τον «χορό» σέρνουν οι ομογενείς, οι οποίοι όμως δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που είχαμε στο μυαλό μας παλαιότερα σαν τον «θείο από το Μπρούκλιν». Μιλάμε για τη δεύτερη και τρίτη γενιά, που έχει σπουδάσει και έχει ανέβει θεαματικά σε μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο.
Και αυτοί οι άνθρωποι, όμως, έρχονται στον τόπο τους και διαπιστώνουν με έκπληξη ότι η Ελλάδα δεν είναι η Ψαροκώσταινα που είχαν στο μυαλό τους από τον παππού και τη γιαγιά. Είναι μια χώρα με υψηλό επίπεδο υπηρεσιών σε ορισμένους τομείς, δρόμους και υποδομές πολύ καλύτερες από αυτές των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και ανθρώπους που συνδυάζουν τον επαγγελματισμό με τη ζεστασιά. Ενθουσιάζονται με όσα ανακαλύπτουν, από τα ελληνικά κρασιά μέχρι τα μουσεία και, βέβαια, τον πιο χαλαρό τρόπο ζωής. Επισκέπτονται τα χωριά των προγόνων τους και αναζητούν τις ρίζες τους. Μερικοί προχωρούν και ένα βήμα παρακάτω και προσπαθούν να βρουν πώς θα αποκτήσουν ελληνική υπηκοότητα.
Χρόνια ψάχναμε τρόπους για να φέρουμε πιο κοντά τη διασπορά με την πατρίδα. Με τα χρόνια κατέστη σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσα από κρατικοδίαιτα φαραωνικά σχήματα και επαγγελματίες-ομογενείς. Βασική προϋπόθεση ήταν, άλλωστε, να γίνει η Ελλάδα πιο ελκυστική γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι δεσμοί κρατήθηκαν, βέβαια, και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι διάφοροι οργανισμοί που φρόντιζαν, στους δύσκολους καιρούς, να φέρνουν εδώ νέους ομογενείς είτε τα καλοκαίρια είτε για ένα χρόνο πανεπιστημιακών σπουδών.
Αυτό που βλέπουμε, όμως, τώρα είναι ένα νέο φαινόμενο. Μας γεμίζει χαρά και αισιοδοξία, γιατί οι συμπατριώτες μας γυρίζουν στα μέρη τους και είναι οι καλύτεροι δυνατοί εκπρόσωποι και «πρέσβεις» της Ελλάδας. Τους ακούς να μιλούν γι’ αυτήν και νιώθεις σαν να παίρνεις αντίδοτο για τη συνήθη τοπική μιζέρια και τον κυνισμό που –δυστυχώς– καταφέρνει να καταπίνει ακόμη και τον ελληνικό ήλιο, που συνήθως συγχωρεί τα πάντα.