Oι χαμηλές προσδοκίες να είναι άραγε ένας από τους λόγους που στην Αθήνα η αποχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές πλησιάζει το 70%; Στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα, αλλά και πάλι φτάνει το 50%.
Μαρία Κατσουνάκη
Οταν όμως αναφερόμαστε σε «χαμηλές προσδοκίες» εννοούμε, κατά κανόνα, τους υποψηφίους για το χρίσμα. Από εκείνους δεν περιμένουμε και πολλά για τις πόλεις μας. Από εμάς, όμως, τι περιμένουμε;
Στη χθεσινή «Κ» δημοσιεύτηκαν οι απόψεις 27 πολιτών από όλη την Ελλάδα ως προς το τι θα ήθελαν από τον/τη δήμαρχο που θα εκλεγεί. Καταιγισμός από «αυτονόητα». Ζητούν και ζητούμε να φροντίσουν τα στοιχειώδη: να ανάβουν οι λάμπες στους δρόμους, οι δρόμοι να είναι καθαροί, να κατέβουν οι μηχανές, σταθμευμένες ή κινούμενες, από τα πεζοδρόμια και τους ποδηλατοδρόμους, να περιοριστούν τα τραπεζοκαθίσματα, να αυξηθεί το πράσινο, να συντηρείται το υπάρχον, να υπερασπιστούν, εν γένει, τον δημόσιο χώρο και να τον αποδώσουν στους πολίτες. Αρκετοί είναι και όσοι, εκτός από τη διαχείριση των τρεχόντων, επιθυμούν να λειτουργήσουν μουσεία και πινακοθήκες, ενώ κάποιοι αντιλαμβάνονται την προϊούσα φθορά και από την εγκατάλειψη του κτιριακού αποθέματος της πόλης τους. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ανάγκες και τον επείγοντα χαρακτήρα τους. Γιατί, λοιπόν, εφόσον «βλέπουμε» γυρνάμε την πλάτη; Γιατί στην Αθήνα στις αυτοδιοικητικές εκλογές χθες προσήλθε στις κάλπες μόνο λίγο πάνω από το 30%; Γιατί περισσότεροι από τους μισούς Ελληνες αδιαφορούν για τον τόπο τους, με την έννοια της διαμονής και της κατοικίας τους; Γιατί χθες προτίμησαν την αποχή από τη συμμετοχή;
Πώς η όποια αλλαγή θα γίνει πράξη αν το μήνυμα προς την πολιτική και αυτοδιοικητική ηγεσία είναι αδιαφορία, δηλαδή απαξίωση της ίδιας της διαδικασίας εκλογής;
Διαμαρτυρόμαστε για όσα γίνονται ή όσα δεν γίνονται, αλλά αφήνουμε να αποφασίζουν άλλοι για τα «αυτονόητα» ενώ εμείς, αρνούμαστε το ελάχιστο: να ψηφίσουμε.
Διαμαρτυρόμαστε για όσα γίνονται ή όσα δεν γίνονται, αλλά αφήνουμε να αποφασίζουν άλλοι για τα «αυτονόητα», ενώ εμείς αρνούμαστε το ελάχιστο: να ψηφίσουμε.
Ετσι ο δρόμος μένει ανοιχτός για όσους μπορούν να ισχυρίζονται χωρίς αντίλογο ότι «μας κοιτάνε στα μάτια» και «μιλάνε τη γλώσσα της αλήθειας». Για όσους μπορούν να υποτιμούν τους ψηφοφόρους τους λέγοντας «δεν είμαι ούτε δικηγόρος ούτε γιατρός, είμαι ένας από εσάς». Δηλαδή, τι; Κάτι πιο «απλό» άρα και πιο «γνήσιο»; Για όσους μας απευθύνονται με χαρακτηρισμούς για τις σεξουαλικές προτιμήσεις και τους χειροκροτούμε.
Γιατί ο πρώτος πληθυντικός; Γιατί φαινόμενα όπως ο Αχιλλέας Μπέος δεν αφορούν μόνο τον Βόλο, αλλά όλη τη χώρα. Δεν είναι μόνος, έχει χιλιάδες υποστηρικτές. Κι εκείνοι τα «αυτονόητα» αναζητούν από τον δήμαρχό τους.
Ας αποφασίσουμε λοιπόν: ψηφοφόροι ή όχλος. Διότι οι «χαμηλές προσδοκίες» δεν έχουν πάτο.
kathimerini.gr