Παραλία της Κρήτης. Ομορφη αμμουδιά, πεύκα και αλμυρίκια που σχεδόν ακουμπούν τη θάλασσα κι ένα καφενεδάκι με τα τραπέζια του στον ίσκιο των δέντρων. Κάθισαν δίπλα μας. Καμιά δεκαριά άνδρες και γυναίκες, γύρω στα εβδομήντα. Ντόπιοι. Πρέπει να είχαν καιρό να συναντηθούν. Είπαν τα νέα τους, τα νέα των εγγονιών τους συγκεκριμένα, δείχνοντας με καμάρι φωτογραφίες ο ένας στον άλλον από τα κινητά. «Είδες πόσο ψήλωσε ο Μιχαλιός;». «Η Ελένη θέλει να γίνει κτηνίατρος». «Ο Νώντας είναι άσος στα μαθηματικά, μεγάλο μυαλό σου λέω!».
Της Τασούλας Επτακοίλη
Κι έπειτα, αφού ο κύκλος της ανταλλαγής επαίνων και φιλοφρονήσεων ολοκληρώθηκε, η παρέα άρχισε να συζητάει για τις νέες ψηφιακές ταυτότητες. «Είναι γελασμένοι αν νομίζουν ότι θα τους αφήσουμε να μας φακελώσουν, να ξέρουν ανά πάσα στιγμή τι λέμε και πού πάμε». «Εγώ με την παλιά ταυτότητα θα μείνω, δεν βγάζω καινούργια. Ο πνευματικός μου το είπε ξεκάθαρα: περιμένετε, μη βιάζεστε». «Ο,τι δεν πέτυχαν με τα εμβόλια για τον κορωνοϊό, προσπαθούν να το κάνουν τώρα». «Για πρόβατα μας περνούν; Το τσιπ του Σατανά δεν θα το βάλω στο σπίτι μου». Και πάει λέγοντας…
Οι θεωρίες συνωμοσίας μονοπώλησαν την κουβέντα. Λες και τίποτα άλλο άξιο λόγου δεν συνέβαινε στη χώρα. Εκείνη τη μέρα η Δαδιά καιγόταν για δέκατη μέρα. Θα ήθελα να τους μιλήσω γι’ αυτό το μοναδικό οικοσύστημα: για τα δάση μαύρης πεύκης και βελανιδιάς, για τα ξέφωτα και τα ρυάκια του, για τα αρπακτικά πουλιά, μαυρόγυπες και ασπροπάρηδες, που φώλιαζαν στα δέντρα του (36 από τα 38 είδη που υπάρχουν στην Ευρώπη), για τις κοκκινομπομπίνες και τις σαλαμάνδρες (είδη αμφιβίων), για τα ζαρκάδια και τα πετροκούναβα, για τις σπάνιες αγριομηλιές και τα είκοσι πέντε είδη ορχιδέας που έγιναν στάχτη. «Είναι πολύ πιθανό τα εγγόνια σας να μην αντικρίσουν ποτέ αυτή την ομορφιά. Κι είναι βέβαιο πως χωρίς τα δάση δεν θα μπορέσουν να ζήσουν…», σκέφτηκα να τους πω.
Κατέπνιξα την παρόρμηση της στιγμής. Μερικές φορές μουδιάζεις απέναντι σε τόσο ισχυρές δόσεις φανατισμού και ανορθολογισμού. «Ζόρικα τα πράγματα από εδώ και πέρα για τα καμάρια σας, γι’ αυτό καλύτερα να έχουν τις ταυτότητες στα δόντια», τους πέταξα μόνο καθώς φεύγαμε άρον άρον, μη αντέχοντας άλλη ανοησία. Με κοίταξαν απορημένοι…
Η Τασούλα Επτακοίλη είναι δημοσιογράφος της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ