Του Βασίλη Δημ. Χασιώτη
«Καλά, δεν ντρέπεται; Αυτός δεν ήταν που έβριζε τόσο καιρό τον αρχηγό του και τη κυβέρνηση ότι «πρόδωσαν» τους ψηφοφόρους τους όταν τους υπόσχονταν προεκλογικά άλλα και άλλα εφαρμόζουν ως κυβέρνηση; Και εδώ και κάποιο καιρό που επέστρεψε στο κομματικό «μαντρί» τα βλέπει πάλι όλα λογικά και ωραία;» σχολίασε ο φίλος μου, με τον οποίο μαζί τις προάλλες παρακολουθούσαμε ένα τηλεοπτικό talk show μεταξύ μιας ομάδας δημοσιογράφων και πολιτικών, στο καφέ της γειτονιάς μου.
«Να σου κάνω μια ερώτηση»; είπα στο φίλο μου.
«Κάν’ την» μου απάντησε.
«Ρωτάς σοβαρά αν ντρέπεται»;
«Όχι βρε αδερφέ» μου είπε : «Έτσι ρώτησα. Ρητορικό το ερώτημα!».
Η απάντησή του με καθησύχασε, είναι αλήθεια.
Διότι μονάχα κάποιος που ουρανοβατεί, ή κομματικά ή ιδεολογικά εμπαθής ή κάποιος με μειωμένη αντίληψη των πολιτικών πραγμάτων, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι «εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος», ανάμεσα στην Πολιτική Αρετή και στο Πολιτικό Σύστημα.
Όχι ότι λείπουν οι εξαιρέσεις. Υπάρχουν, αλλά απλώς για να προβάλλονται ως τέτοιες : ως εξαιρέσεις. Τις λέμε, απλώς για να τις λέμε.
Βεβαίως, κάθε αντίθετη άποψη από την παραπάνω δεκτή, αλλά όχι αποδεκτή, τουλάχιστον από μένα.
Ένα πολιτικό σύστημα, εξ ορισμού παρακμασμένο και διαφθαρμένο, χαρακτηρισμοί με τους οποίους το ίδιο αυτό σύστημα ενίοτε αν όχι συχνά αυτοπροσδιορίζεται και αυτομαστιγώνεται σε στιγμές γνήσιας, ή για επικοινωνιακούς λόγους, αυτοκριτικής, βέβαια πάντοτε με την «πρόνοια» να αποδίδει αυτές τις απαξίες σε «άλλους» ή και σε «άλλες εποχές», δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε ουσιαστική διάσταση από κλίνης και οικίας με οποιαδήποτε έννοια πολιτικής αρετής, «αιδούς», εν προκειμένω.
Τα μνημόνια ήρθαν να διορθώσουν και πράγματα που έπρεπε από μόνοι μας να είχαμε διορθώσει, λένε, αλλά, δεν το τολμούσαμε, δηλαδή, δεν το τολμούσε ο το σύστημα αυτό.
Έπρεπε να έχει αυτό το πολιτικό σύστημα, λέω εγώ τώρα, ξενόφερτο «μπάστακα» πάνω από το κεφάλι του, κι αυτό, στα νέα πολιτικά μας ήθη προβάλλεται και, περίπου, ως «προσόν» το συστήματος αυτού!
Ότι δηλαδή, δεν μπορεί να επιτύχει κάτι το θετικό, παρά μονάχα υπό την προϋπόθεση να βρίσκεται υπό ξένη «εκσυγχρονιστική» κατοχή!
Θαυμάσια!
Εξ ου και το ότι τα μνημόνια είναι «ευτυχία» και μεγάλη «ευκαιρία»!
Θαυμάσια! (πάλι, wieder)…
Διότι εξόν από όλα τα άλλα, μας πρόσφεραν και μια νέα «εξυγιασμένη» νέα πολιτική κουλτούρα, αυτή της «σύνεσης», της «οργάνωσης» και της «αποτελεσματικότητας» στα της διαχείρισης τα του οίκου μας, αν κι εδώ υπάρχει μια μικρή «λεπτομέρεια», που έχει τόσο μεγάλη σημασία για το αντιμνημονιακό μπλοκ όσο μικρή σημασία έχει για το αντίστοιχο μνημονιακό : ότι ο «οίκος» αυτός, δεν μας ανήκει πλέον στο επίπεδο της «εξουσίας», διότι αυτή η εξουσία εκχωρήθηκε στους ξένους «σωτήρες» μας.
Όμως, ένα σύστημα παρηκμασμένο και διαφθαρμένο κατά τα ανωτέρω, παρηκμασμένο και διαφθαρμένο όχι για δύο ή τρία χρόνια πριν το πρώτο μνημονιακό έτος 2010, αλλά για δεκαετίες πριν το έτος αυτό, όπως είναι απολύτως λογικό, εγκαθίδρυσε παράλληλα και μια ανάλογη κουλτούρα παρακμής και διαφθοράς, και όπως είναι γνωστό, ο πιο αργά μεταβαλλόμενος και πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμος παράγων είναι ακριβώς οι εγκαθιδρυμένες νοοτροπίες.
Το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα εξουσίας, στα χέρια του οποίου βρίσκονταν τα ηνία της διαχείρισης της χώρας μας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, βεβαίως μπορεί να υποστηρίζει ότι «αίφνης», με κάποιο μαγικό τρόπο, «είδε το φως το αληθινόν», και «έλαβεν εκ Βερολίνου πνεύμα επουράνιον, πίστιν αληθή, ότι αυτή γαρ μας έσωσε», και έγινε «ικανό», «προοδευτικό» και «έντιμο», όμως, και πάλι ας μου συγχωρεθεί, τέτοιες οβιδιακές μεταμορφώσεις και μάλιστα σε προχωρημένης «ηλικίας» πολιτικά συστήματα, συστήματα – γερασμένα, με έργα και ημέρες δεκαετιών πίσω του, προσωπικά δεν μπορώ να τις «καταπιώ» εύκολα.
Ένα πολιτικό σύστημα που αυτοδικαίως θα έπρεπε να είχε συνταξιοδοτηθεί «εκ του νόμου», προσπαθεί με χίλια δυο πολιτικά λίφτινγκ, να εμφανιστεί ως «νέο, ωραίο και φέρελπι», και ως τέτοιο, να κόβει βόλτες στις ρούγες και της συνοικίες.
Όμως, αν η πλαστική χειρουργική κάνει θαύματα στις μέρες μας, αν μπορεί άντρες και γυναίκες των εξήντα ή εβδομήντα ετών, που υπό «φυσιολογικές» συνθήκες θα έμοιαζαν όπως μοιάζει ένας «φυσιολογικός» εξηντάρης ή εβδομηντάρης να τους κάνει να φαίνονται σαν πενηντάρηδες , και αν, ο προς «αναδόμηση» πελάτης, σε συνδυασμό και με την ικανότητα και δεξιότητα του πλαστικού χειρούργου το επιτρέπουν, τότε, να μοιάζουν και ως σαραντάρηδες, εν τούτοις, ένα πράγμα δεν θα πετύχει ποτέ αυτό το λίφτινγκ : να μεταβάλλεις ηλικιακά και τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου που υποβλήθηκε σε λίφτινγκ.
Αυτός ο «πλασματικός» σαραντάρης, ο σαραντάρης στο σώμα, με καρδιά, νεφρά, συκώτι, αγγεία και αρτηρίες εξηντάρη, φυσικά, δεν είναι «σαραντάρης» : είναι «εξηντάρης».
Το ίδιο και ένα πολιτικό σύστημα «γερασμένο». Όσα λίφτινγκ κι αν του γίνουν από την προπαγάνδα και τα παντοία συμφέροντα που επιθυμούν να το διατηρούν «εν ζωή», έστω και αν επιχειρούν να το κρατήσουν ζωντανό έστω και «καλωδιωμένο» στην εντατική, εν τούτοις, κανέναν πια δεν μπορεί να ξεγελάσει η πραγματική κατάσταση αυτού του «ασθενούς».
Το ότι κάτι «σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», αυτό, ναι μπορώ να μιλήσω και για λογαριασμό πέρα από τον εαυτό μου, είναι πια μια «κοινή των πραγμάτων αντίληψη». Ένα τέτοιο «γερασμένο» και παρηκμασμένο πολιτικό σύστημα, φυσικά, τις αξίες δεν τις αποκηρύσσει, διότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη δημόσια αποδοχή τους και την υποταγή τους σ’ αυτές, απλά τις ευνουχίζει. Και σε ό,τι αφορά την πολιτική αιδώ, απλά της έχει αφαιρέσει το αίσθημα της πολιτικής ενοχής, και «αιδώς» χωρίς αίσθημα «ενοχής», δεν είναι αιδώς : είναι επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Άλλωστε, το πόσο δύσκολα θα βρείτε εκπρόσωπο του παρηκμασμένου αυτού πολιτικού συστήματος, να δηλώσει πολιτικά «ένοχος», δηλαδή, ότι τον έχει κυριεύσει η πολιτική «ενοχή», αυτό δεν χρειάζεται να κουραστώ ιδιαίτερα να το αποδείξω.
Αντίθετα, θα δείτε ότι σχεδόν όλοι, προσπαθούν να «μεταφέρουν» την «ενοχή» είτε σε πολιτικούς τους αντιπάλους, τωρινούς ή, πιο συχνά και πιο κομψά, σε πολιτικούς παλαιότερων εποχών, ενίοτε εκτός πολιτικής ή και ζωής, είτε, ακόμα πιο καλό, σε «πολιτικές του παρελθόντος», γενικώς και αορίστως.
Όπως όταν μιλάμε για τις «αγορές», και όταν λες : «παρακαλώ μπορείτε να μου δώσετε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο αυτών των αγορών, διότι θέλω να επικοινωνήσω μαζί τους», απλά, δεν πρόκειται να λάβεις συγκεκριμένη απάντηση : διότι το νεφελώδες, δεν είναι κάτι το τυχαίο, είναι κάτι το σκόπιμο, διότι κρύβει το πραγματικό πρόσωπο της Αθλιότητας.
Και το ακόμα πιο χειρότερο : το πόσο αυτό το σύστημα είναι βαθειά άρρωστο, φαίνεται από το γεγονός, ότι την «ενοχή» του δεν την εξαντλεί μονάχα εντός των τειχών του πολιτικού συστήματος, μα επιστράτευσε και την πιο ολοκληρωτική ιδεολογία της συλλογικής ευθύνης, ώστε για τα δικά του ολέθρια για τη χώρα και το λαό της λάθη (μένω στο «λάθος», έστω και με δυσκολία…), και δεν δίστασε να επιχειρήσει να καταστήσει «συν-ένοχο» ολόκληρο τον λαό, για να μην αναφερθούμε σε φαιδρά επιχειρήματα, που λίγο έφτασαν ακόμα και στο να υποστηρίξουν (δεν ενθυμούμαι : μήπως το υποστήριξαν ήδη;) ότι τελικώς οι πολιτικοί διεφθάρησαν από τους πολίτες!
Συνεπώς, την (πολιτική) «αιδώ», σ’ ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα και στο πολιτικό προσωπικό του, στην δική μου αντίληψη των πραγμάτων, μονάχα στο επίπεδο των εξαιρέσεων μπορώ να την εντοπίσω.
Και μάλιστα, όχι σπάνια, εκεί που πάω να παγιώσω μια άποψή μου για κάποιο πρόσωπο που εξαιρείται στη συνείδησή μου από το γενικευμένο παρακμιακό πολιτικό σύστημα, κάτι συμβαίνει που ως αμφιβολία πια, έρχεται να μου πάρει απ’ τα χέρια μου την τόσο αναγκαία εξαίρεσή μου.
Αυτή η έλλειψη πολιτικής αιδούς, ή, το ίδιο με άλλη λέξη, αυτή η πολιτική αναισχυντία, εκεί όπου ο καθένας τη διαπιστώνει με βάση τη δική του προσέγγιση των πραγμάτων, πριν ή θεωρηθεί ως προσβολή εναντίον των πολιτών, της κοινωνίας και του λαού, είναι πρώτα προσβολή εναντίον του ίδιου του πολιτικού ο οποίος δεν αισχύνεται για πολιτικές πράξεις ή παραλείψεις του.
Ακριβώς, όπως η απώλεια της ντροπής ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, για πράξεις ή παραλείψεις που κοινωνικά θεωρούνται ότι θα έπρεπε τουλάχιστον σε ένα «υγιές» ψυχικά άνθρωπο να προκαλεί αυτό το αίσθημα της ντροπής, είναι κάτι που χαρακτηρίζει προσωπικότητες μη ισορροπημένες, το ίδιο ισχύει και στη περίπτωση της πολιτικής «αιδούς».
Ο πολιτικός που έχει αποβάλλει το αίσθημα της (πολιτικής) «αιδούς», πολύ δε περισσότερο, όταν αυτό το πράττει συνειδητά θεωρώντας ότι το να μην τον καταβάλει η ντροπή για κάτι που θεωρείται σαν τέτοια στην «απλοϊκή αντίληψη» του μέσου ανθρώπου, αποτελεί εν τέλει και «πολιτικό προσόν» με βάση τον πολιτικά αγοραίο «ορθολογισμό» που στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων ανέμων πνέουν σε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας, αυτός ο πολιτικός, είναι πολιτικά «μη υγιής», στην ουσία κανιβαλίζει σε βάρος της ίδιας του της πολιτικής ηθικής και εν τέλει της ίδιας της πολιτικής του υπόστασης : μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από πολιτικός, εξόν κι αν συμφωνήσουμε ότι η λέξη «πολιτικός», όχι με βάση τα παραδείγματα που προσφέρονται από παρακμιακά πολιτικά συστήματα μα από το παγκόσμιο και διαχρονικό πολιτικό γίγνεσθαι γενικώς, έχει μονάχα αρνητικό περιεχόμενο κάτι που βέβαια δεν (θα έπρεπε να) ισχύει.
Έτσι, ο στερούμενος «αιδούς» πολιτικός, στο δικό μου ορισμό, δεν είναι πολιτικός.
Πείτε τον όπως θέλετε, ανάλογα με την «εικόνα» που τον έχετε φιλοτεχνήσει, αλλά όχι «πολιτικό».
Πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «περαστικό» απ’ τη πολιτική, πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «πολιτικά ανύπαρκτο», πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «πολιτικό αριβίστα», πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «υπάλληλο συμφερόντων», πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «κληρονομικό νομέα πολιτικών αξιωμάτων» με «εμφυτευμένες» από την προπαγάνδα «ικανότητες», πείτε τον, αν αυτή την αντίληψη έχετε γι’ αυτόν, «εκ λάθους πολιτικό», όμως, πολιτικός δεν είναι.
Πολιτικός στερούμενος κοινωνικών και ανθρωπιστικών ευαισθησιών και αξιών, όχι ρητορικών, μα που αποτυπώνονται κατά την άσκηση της πολιτικής του, οι οποίες αξίες εν τέλει παρέχουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα «οικοδομηθούν» οι λοιπές πολιτικές αξίες αλλά και η ίδια η δημοκρατία, οι οποίες με τη σειρά τους υφαίνουν ό,τι αποκαλείται «δημοκρατικός πολιτικός πολιτισμός», δεν είναι πολιτικός.
Η πολιτική «αιδώς», απαιτεί όχι μονάχα τον σεβασμό του πολιτικού στην αξιοπρέπεια του πολίτη, της κοινωνίας και του λαού συνολικά, μα απαιτεί και κάτι παραπάνω : απαιτεί, από τον αιρετό κυρίως πολιτικό, τον οποίο και υπονοούμε στο παρόν άρθρο, να αγωνιστεί γι’ αυτή την υπεράσπιση ή κατάκτηση, αν απαιτείται, της αξιοπρέπειας, ό,τι δηλαδή δεν συνέβη στα χρόνια των μνημονίων στη χώρα μας, και δυστυχώς, ακόμα χειρότερα, συνειδητά υιοθετήθηκαν πολιτικές που στόχευσαν να πλήξουν, περισσότερο από το οικονομικό στοιχείο, την ίδια την αξιοπρέπεια αυτού του λαού και αυτών των πολιτών.
Ήθελαν οι δανειστές ένα λαό πληγωμένο στην αξιοπρέπειά του;
Θα μπορούσα να επικαλεστώ επιφανείς προσωπικότητες από την Ευρώπη ή την Αμερική (πρόσφατα οι δηλώσεις του πρώην υπουργού οικονομικών Τίμοθι Γκάιντερ) που μίλησαν ακόμα και για «συντριβή των φριχτών, απαίσιων και άσωτων Ελλήνων» (τι έξαρση της προτεσταντικής ηθικής Θεέ μου!), δηλαδή, μίλησαν επί της ουσίας για το «λιντσάρισμα ενός λαού»! (Η πλήρης αναβίωση της ολοκληρωτικής ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης).
Όμως δεν χρειάζεται ν’ ανοίξω τη βεντάλια των αναφορών μου περισσότερο.
Οι ίδιες οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μπορούν να δώσουν την απάντηση.
Ναι, το να πληγωθεί η αξιοπρέπεια του λαού, ήταν προσχεδιασμένη από την Τρόϊκα, ιδίως το ΔΝΤ, το οποίο κλήθηκε στην Ευρώπη ακριβώς λόγω της «μεγάλης του εμπειρίας» σε θέματα «τέτοια» : δηλαδή της «σωτηρίας» οικονομιών σε κρίση.
Είναι μια πολιτική που την εφαρμόζει διαχρονικά, παντού, και δεν γνωρίζω πόση αφέλεια μπορεί να κουβαλάει κάποιος, ώστε να στηρίξει από πρώτης στιγμής με την έλευση της Τρόϊκα, πόσο μάλλον να συνεχίζει να στηρίζει στη συνέχεια, πολιτικές «δοκιμασμένες» διεθνώς, όχι απλά ως οικονομικά «εθνοκτόνες», μα και ως πολιτικές που επιφέρουν μετά βεβαιότητας την εξαθλίωση των κοινωνιών που εφαρμόζονται, και άρα, σκοτώνουν μετά βεβαιότητας την αξιοπρέπεια των ανθρώπων των λαών αυτών.
Μένω δε σ’ αυτό το επίπεδο «αφελούς» προσέγγισης, για να μην επεκταθώ στο ζήτημα του αν η πολιτική εξουσία που έφερε στη χώρα τη Τρόϊκα (και το ΔΝΤ), την έφερε σκόπιμα, διότι το άρθρο αυτό, θα πλατιάσει κι άλλο…
Αν, λοιπόν, για να επανέλθω, το πολιτικό προσωπικό των μνημονιακών δυνάμεων έχει το κουράγιο να υποστηρίζει γιατί δεν μπορούσαν -και εξακολουθούν να μην μπορούν- να μη ληφθούν μέτρα σκληρά για την οικονομία, και αν θέλετε, σ’ αυτό δεν θα διαφωνήσω, εκτός από την «λεπτομέρεια» της ΔΙΚΑΙΗΣ κατανομής των βαρών και πάντα μέχρι το σημείο να μην γλυτώσουν στο τέλος οι αριθμοί και πεθάνουν οι άνθρωποι και η αξιοπρέπειά τους, από το σημείο όμως αυτό και πέρα, όταν αρχίζουν τα επιχειρήματα γιατί δεν μπορούσε να αποφευχθεί ώστε τα μέτρα αυτά να μην είναι τουλάχιστον άδικα και εναντίον κάθε έννοιας αξιοπρέπειας των Ελλήνων πολιτών όπως αμέσως παραπάνω σημειώνω, τότε, ιδού γιατί το ζήτημα της αναζήτησης και της σημασίας της έλλειψης της πολιτικής αιδούς, έρχεται και πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης και του πολιτικού ενδιαφέροντος.
Η αιδώς, δεν είναι ψυχική αρετή απαιτητή από το Θείο, ή και αν είναι, εν προκειμένω δεν είναι αυτό που μας απασχολεί εδώ. Εδώ, μας απασχολεί ειδικώς η αρετή της πολιτικής αιδούς.
Δεν μας ενδιαφέρει γενικά η ηθική διάσταση της αν-αίδειας, μας ενδιαφέρει η πολιτική «αν-αίδεια».
Μας ενδιαφέρει η σχετική πολιτική της διάσταση, και ακόμα ειδικότερα η σημασία της για τον (αιρετό) πολιτικό άντρα γυναίκα, ως ένα πρακτικό στοιχείο της καθημερινής πολιτικής ζωής του τόπου, του κάθε τόπου.
Ένα στοιχείο, προσδιοριστικό, μαζί με άλλα, της πολιτικής ηθικής, του περιεχομένου της πολιτικής συμπεριφοράς, και εν τέλει, του περιεχομένου του ίδιου του πολιτικού μας βίου, και άρα της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Η αναφορά στην αιδώ του πολιτικού συστήματος συνολικά, και όχι μόνο αυτού που εντάσσεται στους συνταγματικούς θεσμούς εξουσίας (κυρίως : κυβέρνηση και Βουλή), προσδιορίζει και το περιεχόμενο της μεγάλης εικόνας της πολιτικής της χώρας συνολικά, όχι μονάχα έτσι όπως εμείς τη βιώνουμε εσωτερικά, μα όπως επίσης «εισπράττεται» εξωτερικά, δηλαδή διεθνώς.
Γι’ αυτήν την «αιδώ» μιλήσαμε στο άρθρο που προηγήθηκε, μέσα σ’ ένα πολύ γενικό πλαίσιο ασφαλώς, και έχοντας αφήσει έξω απ’ τη προβληματική μας και άλλες πτυχές του ιδίου αυτού θέματος, με σπουδαιότερη ίσως την σχέση της αιδούς των πολιτικών με την ατομική πολιτική αιδώ του ίδιου του πολίτη, του κάθε πολίτη.
Διότι και ο πολίτης δεν εξαιρείται της κριτικής. Όποιος επιθυμεί να φέρει τούτον τον βαρύ τίτλο, που πολύ περισσότερο από τίτλος είναι ευθύνη ατομική και κοινωνική ώστε να επιτελεί δια της συμμετοχής του στα κοινά το «λειτούργημα» του πολίτη με τη μεγαλύτερη δυνατή σύνεση και αίσθημα ευθύνης, κι αυτός έχει τις δικές του ευθύνες σε ό,τι ενίοτε πολύ βολικά «χρεώνει» στο πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο έχει τόσες πολλές «αμαρτίες», ώστε μερικές ακόμα δεν του κάνουν ούτε κρύο ούτε ζέστη.
Την ίδια όμως στιγμή, έχω συχνά υποστηρίξει, ότι η ευθύνη του απλού πολίτη δεν είναι ούτε του αυτού μεγέθους ούτε της αυτής τάξεως επιπτώσεων σε σχέση με τις πράξεις ή και παραλείψεις των πολιτικών, ιδίως στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η σχετική «ευθύνη» του πολίτη εξαντλείται στο να ρίχνει τη ψήφο του κάθε τέσσερα χρόνια για να επιλέγει βουλευτές, περιφερειάρχες και δημάρχους.
Διότι εν προκειμένω, η ευθύνη έχει πολύ διαφορετική βαρύτητα και σημασία αν αυτός ο ίδιος πολίτης, εκαλείτο, όπως συμβαίνει π.χ. στην Ελβετία, όχι κάθε τέσσερα χρόνια, μα κάθε χρόνο σχεδόν, αν όχι και περισσότερες φορές μέσα στο χρόνο, για να συναποφασίσει με την πολιτική του ηγεσία, από τα πλέον μείζονος εθνικά ζητήματα, έως και τα πλέον τρέχοντα.
Αλλά, εδώ δεν μιλάμε για μια τέτοια πολιτική πραγματικότητα.
Εδώ, το πώς ο πολίτης θα μείνει στο περιθώριο, το πώς θα τον ξεγελάσεις κατά τρόπο απροσχημάτιστο και αναίσχυντο, το πώς δεν θα καταφύγεις στην συμμετοχή του στις κρίσιμες αποφάσεις (η λέξη «δημοψήφισμα», εδώ στη χώρα που εφευρέθηκε και τρεχόντως θάφτηκε η Δημοκρατία, είναι τόσο σπάνια, ώστε τείνει να περιληφθεί στα λεξικά «σπάνιων λέξεων»), είναι μια πραγματικότητα, που βεβαίως μπορεί να αμφισβητηθεί από όσους εγώ θεωρώ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ νεκροθάφτες της ελληνικής Δημοκρατίας, όμως, αποτελεί αυτή η πραγματικότητα της ουσιαστικής περιθωριοποίησης του ελληνικού λαού και του αποκλεισμού της άμεσης συμμετοχής του από όλες τις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, μια «πραγματική πραγματικότητα», και όχι μια «εικονική πραγματικότητα», σαν αυτή που κάποιοι φαντασιώνονται ότι υπηρετούν, ή απλά, την πλασάρουν σαν τέτοια.