Την ώρα που το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας περιλαμβάνει μειώσεις σε συντάξεις άνω των 1.170 ευρώ, περικοπές σε εφάπαξ και μερίσματα, αυξήσεις εισφορών τόσο για τους ήδη συνταξιούχους όσο και για τους ασφαλισμένους, μειώσεις νέων συντάξεων έως 15% – 30%, αλλά και μόνιμους μηχανισμούς μείωσης των παροχών, ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες μένουν «εκτός».
Συγκεκριμένα, από τους ενιαίους κανόνες του ασφαλιστικού εξαιρούνται οι βουλευτές που είχαν εκλέγει μέχρι το 2012 και δικαιούνται να πάρουν σύνταξη, καθώς και οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες.
Μιλώντας στον ΑΝΤ1, ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος επιβεβαίωσε την εξαίρεση, διευκρινίζοντας ότι «το ν/σ δεν ρυθμίζει τις συντάξεις για τις οποίες δεν έχουν καταβληθεί εισφορές».
«Οι συντάξεις των βουλευτών, των θυμάτων τρομοκρατικών οργανώσεων και οι τιμητικές των καλλιτεχνών είναι συντάξεις κατ’ απονομήν, δεν είναι συντάξεις ανταποδοτικές με εισφορές τις οποίες ρυθμίζει το ν/σ» τόνισε.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, το ν/σ, που θα δοθεί σε δημόσια διαβούλευση προκειμένου να κατατεθεί στη Βουλή εντός της Εβδομάδας (πιθανότατα Πέμπτη ή Παρασκευή αφού έχει εγκριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την αρμόδια επιστημονική επιτροπή της Βουλής) φέρνει ανατροπές σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ασφάλισης αγγίζοντας το σύνολο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Θεσμοθετεί την Εθνική Σύνταξη στα 384 ευρώ μετά από 20 χρόνια ασφάλισης, μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης για το αναλογικό κομμάτι και προστασία των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, υπό την προϋπόθεση που έχει τεθεί το 2010 και επαναλαμβάνεται, ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες δεν θα ξεπεράσουν το 16% έως το 2060. Ανατροπές προβλέπονται και για τους ήδη ασφαλισμένους, κυρίως λόγω της επιβολής ενιαίας εισφοράς για όλους, για την κύρια σύνταξη.
Αναλυτικότερα, η Εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) Ευρώ μηνιαίως εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης, που αποτελούν προϋπόθεση για την καταβολή της.
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις, οι νέες συντάξεις με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι αυξημένες για όσους έχουν λίγα έτη ασφάλισης (μέχρι και 25) και μέσο μισθό μέχρι τα 1.000 ευρώ. Στον αντίποδα, σημαντικές θα είναι οι μειώσεις για τους ασφαλισμένους με πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό πέριξ των 1.500 ευρώ.
Ειδικά για το Δημόσιο, οι απώλειες για όσους συνταξιοδοτηθούν από την ψήφιση του νόμου και μετά, ενδέχεται να αγγίξουν και το 30% (μεσοσταθμικά 15%-20%) σε σύγκριση με το σημερινό καθεστώς. Αυτοί που “χάνουν” περισσότερα είναι οι υψηλόμισθοι, που θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους μετά από πολλά χρόνια ασφάλισης. Στον αντίποδα, προστατευμένες θεωρούνται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, καθώς παραμένουν στο σημερινό τους ύψος έως το τέλος του 2017 και στη συνέχεια διατηρούνται σε αυτό έως ότου μηδενιστεί η “προσωπική διαφορά”.
Οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου, υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2014. Όσοι αποχωρήσουν μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο υπολογισμός θα γίνει με βάση το νέο τρόπο.
Ειδικά για τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου τομέα που καταθέσουν αίτηση συνταξιοδότησης εντός του 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20% του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας που ίσχυαν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά. Για όσους αποχωρήσουν εντός του 2017 και το 2018, η ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο 1/3 της διαφοράς και στο ¼ αυτής, αντίστοιχα.
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, ως συντάξιμες αποδοχές, θεωρούνται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου για όλο τον ασφαλιστικό βίο του. Ειδικά όμως για όσους μισθωτούς, υπαλλήλους του Δημοσίου και στρατιωτικούς, θα συνταξιοδοτηθούν εντός του 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός, που προκύπτει από το 2002 και μετά. Ετησίως, η περίοδος αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος, προκειμένου να φθάσουμε στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών ολόκληρου του ασφαλιστικού βίου.
Για τους ήδη συνταξιούχους, σε περίπτωση που το ποσό της σύνταξης, μετά τον επανυπολογισμό, είναι μεγαλύτερο από το σημερινό, η διαφορά καταβάλλεται σταδιακά, σε βάθος πενταετίας. Σε περίπτωση που είναι μικρότερο, παγώνει έως το 2017 και παραμένει ως “προσωπική διαφορά” από το 2018 και έως ότου μηδενιστεί η διαφορά.
Και αυτό, γιατί βάσει του σχεδίου, από την 1.1.2017 και μετά το ποσό της σύνταξης θα μπορεί να αυξάνεται στη βάση ενός συντελεστή που διαμορφώνεται από τη μεταβολή του ΑΕΠ (κατά 50%) και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (κατά 50%) του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων θα γίνει με βάση το συντάξιμο μισθό του ασφαλισμένου επί του οποίου βγήκε στη σύνταξη σε σημερινές τιμές.
πληροφορίες από skai.gr