Προβληματισμό προκαλεί στους ειδικούς η έξαρση της ελονοσίας, καθώς σύμφωνα με τα επιδημιολογικά στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 67 εισαγόμενα κρούσματα ελονοσίας και 4 εγχωρίως μεταδιδόμενα, δύο στην Αχαΐα και δύο στη Βόρεια Ελλάδα.
Στο μεταξύ, σε ανακοίνωσή του το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων τονίζει πως «η Ελλάδα αποτελεί τόπο ασφαλή, με αμελητέο κίνδυνο ελονοσίας, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί δημόσιας υγείας εκτιμούν ότι δεν χρειάζεται κανένα ειδικό μέτρο προφύλαξης από όσους επισκέπτονται τη χώρα μας». Σημειώνει ακόμη ότι «τα 4 σποραδικά κρούσματα εγχώριας μετάδοσης τη φετινή περίοδο έως τώρα, δεν δικαιολογούν την εκτός μέτρου επικέντρωση στο θέμα».
Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, κρούσματα ελονοσίας με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης, δηλαδή ασθενείς που τεκμαίρεται ότι μολύνθηκαν εντός Ελλάδος, εμφανίζονται συστηματικά στη χώρα από το 2009. Έχουν καταγραφεί: 7 (2009), 4 (2010), 42 (2011), 20 (2012), 3 (2013), 0 (2014), 6 (2015) περιστατικά.
Επισημαίνει ότι «ο αριθμός των κρουσμάτων ελονοσίας με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης έχει μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 2011-2012, μετά την εφαρμογή συστηματικών μέτρων για την αντιμετώπιση του νοσήματος, ειδικά στις περιοχές που εμφανίστηκαν συρροές».
Το ΚΕΕΛΠΝΟ εξηγεί ότι η ελονοσία, όπως και άλλα νοσήματα που μεταδίδονται με «διαβιβαστές» (π.χ. κουνούπια, που μεταδίδουν νοσήματα, όπως λοίμωξη από ιό δυτικού Νείλου, δάγγειος πυρετός, λοίμωξη από ιό Ζίκα κλπ.), αποτελούν νοσήματα προτεραιότητας για τις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας της χώρας μας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Αυτό συμβαίνει γιατί αφ’ ενός η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις περιοχές κυκλοφορίας των κουνουπιών και αφετέρου η αύξηση των ταξιδιών και της μετανάστευσης, παγκοσμίως, συνεπάγονται αυτονόητα αύξηση των εισαγόμενων κρουσμάτων, δηλαδή ασθενών που η νόσος τους διαγνώστηκε στη χώρα, ενώ είχαν μολυνθεί πριν εισέλθουν σε αυτήν.