Κοντά στα 7 δισ. κέρδος σε τόκους από το 2020 έχει φέρει μέχρι στιγμής η βεβαιότητα των αγορών ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα η οποία αποτυπώνεται με την κατακόρυφη πτώση των αποδόσεων των ομολόγων ουσιαστικά από το 2020.
Η ρύθμιση του χρέους μετά το τέλος του 3ου μνημονίου αλλά και η προσήλωση της προηγούμενης κυβέρνησης στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας άλλαξε συνολικά το σκηνικό. Επτά χρόνια μετά το κούρεμα του 2012 μέσω του PSI, κατά το οποίο οι επενδυτές έχασαν το 75% των τόκων και των κεφαλαίων που είχαν επενδύσει σε τίτλους του Δημοσίου, οι αγορές γύρισαν ξανά το κεφάλι τους προς την Ελλάδα.
Το ορατό και μετρήσιμο αποτέλεσμα αποφεύγοντας κάποιος τους πολύ τεχνικούς όρους έχει ως εξής: Το 2018 για ένα χρέος Γενικής Κυβέρνησης ύψους 323,45 δισ. ευρώ πλήρωνε τόκους 6,6 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 2,1% του συνολικού χρέους ενώ το 75% του χρέους (περίπου 260 δισ. ευρώ) βρισκόταν σχεδόν παγωμένο στα χέρια του λεγόμενου επίσημου τομέα (Ε.Ε., ESM EKT ΔΝΤ). Το 2022 η Ελλάδα για ένα χρέος της τάξης των 356,5 δισ. ευρώ πληρώνει τόκους 5,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το 1,4% του συνολικού χρέους της, ενώ στο μεταξύ έχει δανειστεί από τις αγορές, από το 2019 μέχρι και σήμερα, περίπου 61 δισ. ευρώ, ακόμη και στις σημερινές πολύ δύσκολες συνθήκες με τα υψηλά επιτόκια που έχει επιβάλει η ΕΚΤ.
Το θετικό είναι ότι η διαφορά στους τόκους του χρέους φάνηκε άμεσα αφού από τα 6,6 δισ. ευρώ που πληρώσαμε σε τόκους χρέους το 2018, το ποσό μειώθηκε στα 6 δισ. το 2019, αυξήθηκε σε 6,27 δισ. ευρώ λόγω των δανείων της πανδημίας και υποχώρησε κάτω από 6 δισ. ευρώ το 2021 για να προσγειωθεί στα 5,5 δισ. ευρώ φέτος.
Τραβώντας μια γραμμή, αν το Δημόσιο συνέχιζε να πληρώνει τόκους με όρους του 2018, θα είχε πληρώσει από το 2019 μέχρι και σήμερα συνολικά 29 δισ. ευρώ σε τόκους. Ομως πλήρωσε περίπου 22 δισ. ευρώ σε τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης. Το διάστημα 2021-2022 με τα χρήματα που αντλήσαμε από τις αγορές σε πολύ χαμηλά επιτόκια αποπληρώσαμε πρόωρα ακριβό χρέος ύψους 8,8 δισ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (έληγαν κανονικά το 2024) κερδίζοντας άλλα 95 εκατ. ευρώ σε τόκους. Επίσης δώσαμε διπλή δόση ύψους 5,2 δισ. ευρώ για το δάνειο των 32,7 δισ. ευρώ που πήραμε απευθείας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης το 2010.
Παράπλευρα κέρδη ύψους περίπου 10,7 δισ. ευρώ είχαμε και από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας, που ήταν προαπαιτούμενο για να μπορεί κανείς να περιμένει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Συγκεκριμένα, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία 12+1 αξιολογήσεις στο τέλος του 2022, εξασφαλίσαμε και την τελευταία δόση από κέρδη που αποκόμισαν η ΕΚΤ και άλλες Κεντρικές Τράπεζες διακρατώντας ελληνικά ομόλογα από το 2010. Το κέρδος που έφτασε συνολικά τα 5,5 δισ. ευρώ προέκυψε από το γεγονός ότι τα ομόλογα αυτά που αγοράστηκαν λίγο πριν απ’ την αρχή της ελληνικής κρίσης, δεν αναχρηματοδοτήθηκαν με άλλα, χαμηλότερου επιτοκίου και δεν «κουρεύτηκαν» ως αξία και απόδοση μέσω του PSI.
Επίσης κερδίσαμε 5,2 δισ. σε τόκους από ένα δάνειο ύψους 12 δισ. ευρώ που είχε κάνει η Ελλάδα μέσω του EFSF για την επαναγορά χρέους. Για την ακρίβεια μας χαρίστηκε ένα επιπλέον επιτόκιο ύψους 2,5% που θα έπρεπε να πληρώσουμε επειδή δεν εξοφλήσαμε ως χώρα το δάνειο αυτό έως το τέλος του 2016.
Πορεία… διά πυρός και σιδήρου
Μέχρι η χώρα να πάρει τις συνολικά 12 αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης για να είναι σήμερα ουσιαστικά μισό βήμα μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, η πορεία ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη. Πέρασε μέσα από δύο διεθνείς οικονομικές κρίσεις και χρειάστηκαν δαπάνες ύψους 57 δισ. ευρώ για να μην καταρρεύσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις που είχαν μόλις αφήσει πίσω άλλα 8 χρόνια βαθιάς λιτότητας ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ, που έφτασε την ανεργία στα ύψη κι έβαλε λουκέτο σε χιλιάδες επιχειρήσεις.
Ωστόσο παρά την ύφεση κατά 9% του ΑΕΠ που είχαμε το 2020 λόγω κορονοϊού, η οικονομία απολαμβάνει από το 2021 μέχρι και σήμερα ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Πέρσι το ΑΕΠ ξεπέρασε τα 200 δισ. ευρώ μετά από 12 χρόνια ενώ το χρέος επανήλθε σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά του 2019 στο τέλος του 2022, καταγράφοντας μείωση-ρεκόρ κατά 35% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια, από το 206,4% του ΑΕΠ το 2020 στο 171,3% στο τέλος του 2022.