Γράφει ο απεσταλμένος του RP στη Θεσσαλονίκη Γιώργος Ευγενίδης
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ ήταν απολύτως κομβική για το γαλάζιο αφήγημα, για έναν βασικό λόγο: ο αντιπολιτευτικός λόγος είχε σχεδόν τελματώσει και η ΝΔ δεν εισέπραττε σε επίπεδο κυβερνητικής δυναμικής τη δυσαρέσκεια των πολιτών από τη διακυβέρνηση Τσίπρα. Δεν είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν τους έπειθε, είναι ότι δεν έλεγε κάτι εξαιρετικά συγκεκριμένο για να τους πείσει.
Έχει αποδειχτεί ιστορικά πως εκλογές δεν κερδίζεις μόνο με το να είσαι αξιόπιστος. Πρέπει, ευτυχώς ή δυστυχώς, κάτι να τάξεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπρεπε να πατήσει σε δύο βάρκες. Έπρεπε να διαμορφώσει ένα θετικό αφήγημα, άρα να τάξει και κάτι, χωρίς όμως να λαϊκίσει και να παρασυρθεί από τις σειρήνες του λαϊκισμού. Άλλωστε, θα ήταν κάπως αστείο το θέαμα ο κ. Μητσοτάκης, ο άνθρωπος που εδώ και χρόνια μιλά για τις καταστρεπτικές συνέπειες του λαϊκισμού, να τάζει τα πάντα στους πάντες.
Η αλήθεια είναι πως δεν το έκανε. Υποσχέθηκε πράγματα, απαραίτητα για να πιστέψουν οι πολίτες πως υπάρχει με αυτόν καλύτερη προοπτική, πως με τον Κυριάκο πρωθυπουργό τα πράγματα θα πάνε καλύτερα και αυτοί θα ζήσουν καλύτερα. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζουμε «θετικό αφήγημα», με βάση το οποίο ο κ. Μητσοτάκης θέλει οι πολίτες να τον ψηφίσουν με την καρδιά τους και όχι με τη λογική του μη χείρον βέλτιστον, την οποία σε επίπεδο αντοχής και ανοχής κοινωνίας πλήρωσε πολύ ακριβά ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος αναδείχθηκε με μια ψήφο με αυτά τα χαρακτηριστικά στην εξουσία το 2012.
Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: κέρδισε ο Κυριάκος το στοίχημα της ΔΕΘ; Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε ακόμα, κατά τη γνώμη μου. Και αυτό γιατί πρέπει σε έναν πολιτικά πιο ουδέτερο χρόνο, όπως το διάστημα που έρχεται τώρα, να μετρηθεί ο αντίκτυπος των όσων είπε ο πρόεδρος της ΝΔ στην κοινωνία και να φανεί, αν οι πολίτες τον αντιμετωπίζουν ως έναν σοβαρό μεταρρυθμιστή, με τον οποίο θα ζήσουν καλύτερα, ή ως…μια από τα ίδια. Διότι, η κοινωνία βρίσκεται σε φάση παραίτησης και αναμονής, ενώ οι πολίτες ψάχνουν να βρουν τρόπο πώς θα βγάλουν τον μήνα.
Πότε θα ξέρουμε, αν ο κ. Μητσοτάκης κέρδισε το στοίχημα που έβαλε; Αν τους επόμενους μήνες, αφού και ο ίδιος έρθει σε επαφή με τους πολίτες και τους εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνουν γι’ αυτούς αυτά που είπε και από πού θα προκύψουν τα απαιτούμενα χρήματα για το πρόγραμμά του, διαμορφωθεί ένα κοινωνικό ρεύμα υπέρ της ΝΔ. Η ΝΔ πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της και να κεφαλαιοποιήσει την πολιτική φθορά του Αλέξη Τσίπρα, όσο ακόμα είναι νωπή η κατάσταση.
Επί της ουσίας, ο κ. Μητσοτάκης είπε πράγματα αναμενόμενα, αλλά απολύτως ανακουφιστικά για ορισμένους κλάδους και κοινωνικές ομάδες, ενώ ο θετικός τόνος της ομιλίας του ήταν ένας στρατηγικός μονόδρομος, με δεδομένο πως από τη στείρα αντιπαράθεση με τον κ. Τσίπρα δεν αποκομίζει ιδιαίτερα οφέλη. Αν μπορέσει να κάνει το μεγαλύτερο μέρος όσων λέει, τόσο στο σκέλος της μείωσης των φόρων όσο και σε αυτό των δαπανών, τότε θα πρόκειται για τη μεγάλη επανάσταση του αυτονόητου στη χώρα που μαστίζεται από την υπερφορολόγηση και παράλληλα θέλει να προωθήσει και μεγάλες επενδύσεις.
Συνεπώς, από τη φετινή ΔΕΘ δεν μπορούμε να εξάγουμε έναν σαφή νικητή, γιατί και ο κ. Τσίπρας ήταν στρατηγικά σωστός, απευθυνόμενος κυρίως σε πολίτες που τον ψηφίζουν ή τον ψήφισαν και βρίσκονται στη διαδικασία…διαζυγίου μαζί του. Αν δεν υπήρχε και το επεισόδιο με την Ευαγγελία Τσικρίκα που φανέρωσε τη νευρικότητα της κυβέρνησης για τη διαδικασία των τηλεοπτικών αδειών, τότε η παρουσία του κ. Τσίπρα θα ήταν «τόσο όσο». Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του είχαν σηκώσει πολύ τον πήχυ και ομολογουμένως δεν εφείσθησαν προγραμματικού λόγου. Το πιο σημαντικό είναι πως η ΝΔ είπε νούμερα. Αλλά, λόγω της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να περάσει χρόνος για να μετρηθεί η απήχηση του γαλάζιου αφηγήματος στην κοινωνία.
Αν ο κ. Μητσοτάκης καταφέρει, μέσα στους επόμενους μήνες, να πείσει την κοινωνία πως αυτό που προτείνει βελτιώνει τις ζωές των πολλών και ιδίως αυτών που επλήγησαν από την κρίση, τότε, όχι μόνο θα έχει κερδίσει το στοίχημα της ΔΕΘ, αλλά θα είναι πλέον ο ρυθμιστής στο πολιτικό σκηνικό. Μέχρι τότε όμως έχουμε ακόμα δρόμο. Το ημίχρονο έληξε με… ισοπαλία.