Έντονη κινητικότητα υπάρχει, όπως είναι φυσιολογικό, στους διαδρόμους του Μαξίμου αλλά και των Βρυξελλών σχετικά με το ζήτημα του κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης και εν γένει της μελλοντικής πορείας του ΜοU για την Ελλάδα. Είμαστε στο σημείο στο οποίο θεωρώ πως αργά η γρήγορα μέχρι τέλος Μαρτίου όλοι οι κύριοι παίχτες θα έχουν ανοίξει πλήρως τα χαρτιά τους και θα έχουν δρομολογήσει τις επόμενες κινήσεις τους, με τα σενάρια για ένα θερμό πολιτικά καλοκαίρι να εμφανίζονται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο.
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα μπορεί κάποιος εύκολα να αντιληφθεί πως η ελληνική κυβέρνηση πέραν των τρομακτικών ευθυνών της σχετικά με την πορεία τόσο της σύναψης των χρηματικών δεσμεύσεων της όσο και της εφαρμογής τους στην ελληνική οικονομία κατόρθωσε να πετύχει και ένα ακόμη αρνητικό επίτευγμα. Κατάφερε να μπει ανάμεσα στο δίπολο μεταξύ Δ.Ν.Τ-Ε.Ε, συμπληγάδες σχέσεων και συμφερόντων που ουδείς γνωρίζει αν θα “καταπιεί” ή όχι την ελληνική οικονομία πριν ανοίξει ασφαλή και ήρεμη πορεία σε καθαρά νερά.
Υπό αυτό το πρίσμα, τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες μιας διαμάχης μεταξύ του Ταμείου και των πιο ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης σε μια προσπάθεια για το ποιος θα αποκτήσει το πάνω χέρι ή μάλλον καλύτερα θα καταφέρει να διασφαλίσει σε μεγαλύτερο βαθμό τα συμφέροντα και τα χρήματα που μέχρι στιγμής έχει επενδύσει στο ελληνικό πρόγραμμα.
Από την μια έχουμε το Ταμείο που με κάθε ευκαιρία τονίζει ακράδαντα πως το ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι βιώσιμο με τα μέχρι στιγμής δεδομένα και πως θα χρειαστεί μια περαιτέρω μεταρρυθμιστική πορεία της Ελλάδας κυρίως με μια θεσμοθέτηση νέων μέτρων, ενώ από την άλλη υπάρχουν οι διαφωνίες των Ευρωπαίων αξιωματούχων στις Βρυξέλλες που επιμένουν σθεναρά στα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% για αρκετά χρόνια.
Πλέον όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Εurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της προσδοκούν μια πολιτική συμφωνία για ξεμπλοκάρει η δεύτερη αξιολόγηση στο σύνολο της. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως, αν και υπάρχουν αρκετές δυσκολίες προκειμένου από την συνεδρίαση να υπάρξει αποτέλεσμα, αρκετοί τονίζουν πως το χρονικό σημείο είναι τέτοιο που ουσιαστικά αλλά και ρεαλιστικά πιέζει τα εμπλεκόμενα μέρη για μια γρήγορη λύση.
Η Ελλάδα από την πλευρά της, παρόλο που δεν χρειάζεται νέα οικονομική ενίσχυση μέχρι τον Ιούλιο θα πρέπει να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της τα γεγονότα του 2015, τότε που τα σενάρια παρατεταμένης αβεβαιότητας είχαν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά και να προσπαθήσει να επιδιώξει μαι συμφέρουσα λύση, καθώς τους επόμενους μήνες τροχοπέδη σε μελλοντικές συμφωνίες θα είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις που θα λάβουν χώρα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός πως στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα από πλευράς Ελλάδας με αρκετούς να αναφέρουν πως η είσοδος της χώρας μας στην ποσοτική χαλάρωση της Ε.Κ.Τ. δεν αποτελεί την μοναδική επιλογή που θα προκύψει από το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, και άλλους, όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, να διαψεύδουν τέτοιες δηλώσεις και να υποστηρίζουν το αντίθετο.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο επενδυτικός κόσμος, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, δείχνει ιδιαίτερα ανήσυχος για τα μελλοντικά γεγονότα και την παρούσα αβεβαιότητα και έχει αρχίσει ήδη να τοποθετεί μέσα στο πολιτικό κάδρο των γεγονότων το τρίπτυχο ΕΚΛΟΓΕΣ-ΜΕΤΡΑ-ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ, με την σειρά σε αυτά να εναλλάσσεται αναλόγως με την πορεία που αυτά θα πέσουν πάνω στο διαπραγματευτικό τραπέζι.
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα και σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να επιλέξει τον τρόπο που θα χειριστεί τις εξελίξεις, με τις ρεαλιστικές του επιλογές να είναι είτε κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης με αντάλλαγμα ευνοϊκές ρυθμίσεις για το Χρέος είτε δυστυχώς την δρομολόγηση νέας εκλογικής αναμέτρησης που θα αποτελέσει και μια προσπάθεια πολιτικής διάσωσης του ίδιου και του κόμματος του.
Εν κατακλείδι, πιστεύω πως θα κλείσει η αξιολόγηση και το ενδεχόμενο μιας εκλογικής αναμέτρησης θα παραταθεί για τον επόμενο χρόνο, καθώς τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα της κυβέρνησης δείχνουν μια προσπάθειά της να κρατηθεί στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται.