Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος.
Δεν υπάρχει πιο δυστυχισμένο πλάσμα στον κόσμο από τον φετιχιστή που ποθεί να σκανδαλίσει με ένα ρεπορτάζ για το γοβάκι της εξουσίας ή εκείνο της παραεξουσίας, ή ακόμη το γυναικείο γοβάκι – το οποίο κάποιοι ψυχωτικοί καρφώνουν στο μυαλό των ανδρών και των γυναικών σαν αναμφισβήτητο σεξουαλικό σύμβολο – αλλά είναι αναγκασμένος να εκδώσει μια ολόκληρη εφημερίδα ή να λειτουργήσει ένα ολόκληρο κανάλι για να ικανοποιηθεί.
Η γυναίκα μου έχει δύο (επίσημα) επαγγέλματα και εγώ επίσης. Το κοινό μας επάγγελμα είναι η δημοσιογραφία. Την περασμένη Κυριακή το πρωί, ενώ αυτή διάβαζε τα σουηδικά πρωτοσέλιδα, εγώ κοίταζα τα ελληνικά. «Τι είδες», την ρώτησα. «Παιδικότητα», μου είπε. «Εσύ», ρωτά εκείνη. «Ακριβώς το ίδιο στην ουσία, αλλά μάλλον σε μεγαλύτερη ένταση: δραματική ανωριμότητα και έλλειψη της αίσθησης του γελοίου, που κινείται μεταξύ γκρίζου και κίτρινου». Ακολούθησε σιωπή και αλλαγή θέματος!
Είναι παράδοξο ίσως, αλλά πάντα με την ίδια έκπληξη προσεγγίζω τον δημοσιογραφικό κανόνα, την ανωριμότητα. Αν σε φοβίζει η ωριμότητα, γίνε δημοσιογράφος! Και αν θες να καμαρώνεις για την ανωριμότητά σου προσπάθησε να γίνεις εκδότης εφημερίδας. Ξέρεις τι με εκπλήσσει διαρκώς στο ζήτημα; Όχι τόσο η διαδικασία με την οποία ο ψυχωτικός λόγος γίνεται πολιτικό μήνυμα στο πρωτοσέλιδο με τη μορφή κάποιας υποδηλωτικής ή προδηλωτικής έσχατης αλήθειας, αλλά ο φυσικός τρόπος με τον οποίο αυτό ενισχύει τη φενάκη, η οποία μας επιτρέπει να ζούμε στις σύγχρονες κοινωνίες.
Αυτό, αναγνώστη μου, αποτελεί τη μαγεία του Τύπου. Η ενίσχυση της φενάκης, δίχως την οποία θα είχαμε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαμε να επικοινωνούμε με άνεση, όπως επικοινωνούμε σήμερα.
Άρα, ποιο είναι το πρόβλημα; Πως η φενάκη αυτή κτίζεται μέσα στο κίτρινο και γκρίζο του Τύπου, με τους κίτρινους μάλιστα να αντεπιτίθενται στους γκρίζους σε αυτή τη φάση της κρίσης του ελληνικού Τύπου. Και το «κίτρινοι εναντίον γκρίζων» και αντιστρόφως, προκαλεί μια νέα επένδυση στο γίγνεσθαι του ελληνικού Τύπου, καταλήγοντας στην ενίσχυση των ψυχωτικών χαρακτηριστικών της εθνικής, κοινωνικής και ατομικής φενάκης που μας καθορίζει ως άτομα της ελληνικής αγοράς (εμπορικής ή κομματικής) αδιακρίτως.
Αυτό που παρατηρούμε και ορίζουμε, η γυναίκα μου και εγώ, ως ανωριμότητα έως παιδισμού του ελληνικού (και όχι μόνον, για να είμαστε δίκαιοι) Τύπου, είναι ψυχωτική έκφραση του δημοσιογραφικού ναρκισσισμού στην προσπάθειά του να εμφανίσει έναν φαντασιακό δεσμό με την αναπλήρωση επιθυμία του άλλου, του αναγνώστη ή του τηλεθεατή. Το γκρίζο στην περίπτωση αυτή είναι πολύ χρήσιμο για την παθολογική οργάνωση των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων, ενώ το κίτρινο που έρχεται γα να αποδημήσει το γκρίζο, τελικώς συμβάλλει στην καλύτερη θεμελίωση της νεύρωσης. Έτσι όλα αναπαριστούν φετιχιστικές καταστάσεις, οι οποίες εμφανίζονται εμμέσως ως πολιτικές ερμηνείες (εξηγήσεις) αυτού που αισθανόμαστε.
Οι γκρίζοι της δημοσιογραφίας συμπληρώνουν του κίτρινους και αντίστροφα, με έναν αρμονικό τρόπο θα έλεγε κανείς, και η ζωή συνεχίζεται για να διασκεδάσει το πραγματικό μας βίωμα. Αυτή είναι η διαδικασία που επηρεάζει αρνητικά την ωριμότητά μας. Κίτρινοι και γκρίζοι σε αυτό αποσκοπούν: στην ψυχωτική διαστροφή του πραγματικού, κάνοντας μόδα την «αθωότητα» ή «αφέλεια» της ανωριμότητας και στυλάκι το κουτσομπολιό και τα «καρφώματα» για αρπαχτές και βίζιτες, του άλλου ασφαλώς.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον παράταιρα κινείται ο Ι.Κ. Πρετεντέρης. Τον διαβάζω καθημερινά, είναι το δικό μου φετίχ! Αυτός παίζει μόνος του, υπερβαίνοντας το γκρίζο και κίτρινο με αστείρευτο απλοϊκό χιούμορ, το οποίο, ωστόσο, δομείται με τη μορφή της μανίας. Η γραφή του θυμίζει καλή παρωδία γουέστερν με έντονες τάσεις εμμονής και προσφέρει διασκέδαση, χωρίς να προφασίζεται έγκυρη ενημέρωση όπως επιχειρούν οι γκρίζοι ή οι κίτρινοι. Ο Γιάννης Πρετεντέρης είναι απολαυστικός στο ρόλο του ρεαλιστή. Εδώ η επιθυμία και η απώθηση περιέχονται πρωταρχικώς στο γοβάκι του αντικομουνισμού. Θεωρεί πως ο φασισμός έχει μαμά τον κομμουνισμό, εννοώντας προφανώς τον σταλινισμό. Και σε αυτό θα μπορούσε να μην έχει άδικο, αν και το σημερινό πολιτικό μας ζήτημα δεν είναι ακριβώς φροϋδικό, είναι πολιτικώς ηγεμονικό με καπιταλιστικούς όρους. Έχει πλάκα η μητρική ερμηνεία του κόσμου στις πατριαρχικές, νεοφιλελεύθερες κοινωνίες μας, πώς να το κάνουμε, αλλά αυτό δεν είναι ενημέρωση, είναι μάλλον το αντίθετό της. Όταν φτάσεις εκεί καλό είναι η «παιδική σου ψυχή» να απομακρύνεται από τη μαμά δημοσιογραφία. Συνειδητά ασφαλώς.
Θα μπορούσαμε να πετύχουμε μια λιγότερο ανώριμη και λιγότερο νευρωτική δημοσιογραφία σήμερα στην Ελλάδα; Μόνον αν αγωνιστούμε συνειδητά εναντίον του γκρίζου και εναντίον του κίτρινου δημοσιογραφικούlife-style, απαλλασσόμενοι παράλληλα από τη διάθεση να στήσουμε μια παράσταση, πάνω σε μια άλλη φαντασιωτική παράσταση με τη μορφή της «άγριας δύσης».
Αν δεν ξεκόψεις παράλληλα από το μαστάρι της επιχείρησης και του κράτους και δεν δεις την οικονομία της δημοσιογραφίας, έξω από την προεικόνιση της σεξουαλικής πράξης, δεν πρόκειται να ωριμάσεις. Αν η δημοσιογραφία πάψει να θεωρείται από τους ίδιους τους δημοσιογράφους σεξ με άλλα μέσα, τότε, επίσης, θα έχει γίνει ένα σοβαρό βήμα αποκατάστασης του κύρους του Τύπου. Η ωριμότητα γενικότερα και η δημοσιογραφική ωριμότητα ειδικότερα, είναι συνθήκη απελευθέρωσης της επιθυμίας μας από την αγάπη ή την απόρριψη, τη συνομωσία και τη σπέκουλα. Είναι πορεία απελευθέρωσης από ψυχώσεις και όχι διαδικασία καλλιέργειας ψυχώσεων.