Η σταδιακή μείωση της χρήσης προϊόντων φυτοπροστασίας και μάλιστα κατά 50% μέχρι το 2030, ξεχωρίζει ανάμεσα στα κεφάλαια του προσχεδίου που διέρρευσε στις αρχές του χρόνου, αρκετά πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού, η οποία έβαλε για λίγο στην άκρη τις σχετικές ανακοινώσεις.
Σε λίγες μέρες η Κομισιόν αναμένεται να προχωρήσει στα αποκαλυπτήρια ορισμένων καινούριων πτυχών της ΚΑΠ, όπως αυτές εντοπίζονται στη νέα στρατηγική της «από το χωράφι στο πιάτο». Κι αυτό, σε μια περίοδο μερικής αναδιοργάνωσης της βιομηχανίας φυτοπροστασίας και θρέψης της Ευρώπης, που φαίνεται ότι επηρεάζεται άμεσα από τις προωθούμενες πολιτικές κατευθύνσεις.
Η ΕΕ «πρέπει να δεσμευτεί», αναφέρει το έγγραφο «σε μια μείωση της χρήσης προϊόντων φυτοπροστασίας κατά 50% και να αυξήσει παράλληλα δραστικά την υιοθέτηση ολοκληρωμένων και συνδυαστικών μεθόδων διαχείρισης των καλλιεργειών». Ζητά επιπλέον και μια «σημαντική μείωση» στη χρήση ορυκτών λιπασμάτων στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Να σημειωθεί ότι τα νούμερα αυτά διαψεύστηκαν αρχικά, όταν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να υπάρχει διαφορετική προσέγγιση μέχρι τις 20 Μαΐου, όταν ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, θα παρουσιάσει επίσημα την πολιτική αυτή που δίνει κατευθύνσεις για το πού πρέπει να επικεντρωθούν τα κεφάλαια της νέας ΚΑΠ.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η βιομηχανία φυτοπροστασίας και προϊόντων θρέψης των φυτών, έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζεται για τη μετάβαση στο νέο πλαίσιο καλλιέργειας, παρά το γεγονός ότι αυτό παραμένει ακόμα αρκετά αόριστο. Προσπαθώντας να βρεθούν μπροστά από τις εξελίξεις, η ανάπτυξη συνδυαστικών λύσεων προστασίας και η επέκταση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου σε νέες βιοδραστικές ουσίες, βρίσκονται στα πλάνα των εταιρειών.
Φέρνοντας ως παράδειγμα την καλλιέργεια της ελιάς, ένας τρόπος συνδυαστικής προσέγγισης, θα μπορούσε να είναι η αξιοποίηση χημικών λύσεων την περίοδο της ανθοφορίας, όσες δηλαδή λύσεις επιτρέπει η όλο και μικρότερη λίστα δραστικών ουσιών που εγκρίνει η Κομισιόν, ενώ στη συνέχεια, το διάστημα πριν τη συγκομιδή, οι παρεμβάσεις στον ελαιώνα θα θυμίζουν περισσότερο μεθόδους βιολογικής καλλιέργειας.
Πάντως απ’ ό,τι φαίνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ακολούθησε ούτε αυτή τη φορά τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας ανάπτυξης και προστασίας των καλλιεργειών, επιλέγοντας κατά πολλούς μια ελιτίστικη προσέγγιση, η οποία ωστόσο δεν δίνει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σκεπτικισμός και τελικά η απόρριψη της τεχνολογίας CRISPR από τις Βρυξέλλες και στην συνέχεια από το Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο ενέταξε την τεχνολογία αυτήν στην κατηγορία των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (GMOs). Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός ερευνητών και μελετών εξηγούν κάπως απλουστευτική προσέγγιση ότι η νέα αυτή υπό ανάπτυξη τεχνολογία έχει να κάνει με τη επίσπευση των φυσιολογικών διαδικασιών βελτίωσης των φυτών που οι αγρότες εφαρμόζουν από καταβολής γεωργίας.
Σε ότι αφορά πάντως τη νέα στρατηγικής της ΕΕ, «από το Χωράφι στο Πιάτο» και την δημοσιοποίησή της μέχρι το τέλος του μήνα, οι κριτικές ποικίλουν. Έτσι την ώρα που αρκετοί υποστηρίζουν την πρωτοβουλία αυτή των Βρυξελλών βεβιασμένη, στο άλλο στρατόπεδο κάποιοι αδημονούν εγκαλώντας τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών για καθυστέρηση η οποία προσφέρει χρόνο στα lobby της χημικής βιομηχανίας να ασκήσουν τη δική τους επιρροή στα πράγματα. Έντονες αντιδράσεις για τους μέχρι σήμερα χειρισμούς καταγράφονται τόσο από τους Γερμανούς Λαϊκοδημοκράτες όσο και από την Copa-Cogeca.
Η καθυστέρηση έγκειται στην μεσολάβηση της πανδημίας του κορωνοϊού, αφού η παρουσίαση των βασικών πτυχών της νέας πολιτικής αναμενόταν τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα. Η βιασύνη έχει να κάνει με το γεγονός ότι αφενός οι προτεραιότητες άλλαξαν αφού τους τελευταίους δύο μήνες, λίγο έως πολύ η διατροφική ανασφάλεια φούντωσε ξανά στη γηραιά ήπειρο με πολλούς να σπεύδουν να προστατεύουν και να γεμίζουν τις αποθήκες με βασικά αγροδιατροφικά προϊόντα. Αφετέρου, ο μηχανισμός της ΕΕ βιάζεται, γιατί πραγματικά δεν έχει προτείνει εναλλακτικές λύσεις, γεγονός που στάθηκε αιτία πολλές φορές ώστε να βρουν στους δρόμους οι Γερμανοί αγρότες τους προηγούμενους μήνες, διαδηλώνοντας πως δυσκολεύονται σημαντικά να κάνουν τη δουλειά τους με τους περιορισμούς σε δραστικές ουσίες.
Από την άλλη ακόμα και οι υποστηρικτές της πολιτικής αυτής διαμαρτύρονται και ασκούν κριτική, αφού όπως σχολιάζουν, όλο αυτό το διάστημα η καθυστέρηση έδωσε χώρο και χρόνο στα ευρωπαϊκά λόμπι των εταιρειών του κλάδου ώστε να πιέσουν προς μια λιγότερο ρηξικέλευθη προσέγγιση.
Μιλώντας στους ευρωβουλευτές της Επιτροπής Γεωργίας την περασµένη Πέµπτη, ο Ολλανδός Φρανς Τίμμερμανς πάντως τόνισε πως «µία αχίλλειος πτέρνα είναι πως έχουµε συνηθίσει στα τρόφιµα τα πάντα να είναι πολλά και πολύ φθηνά». «Πιστεύω ειλικρινά ότι εάν υπάρξει επανεκτίµηση και η υγεία λάβει µεγαλύτερη προτεραιότητα, τότε η προθυµία να πληρώσει λίγο περισσότερο ο καταναλωτής για πιο ποιοτικά και εγχώρια τρόφιµα µπορεί να αυξηθεί» εξήγησε. Επιπλέον, ο Τίµερµανς τόνισε ότι παράλληλα µε τη στόχευση δράσεων για το κλίµα και τη βιοποικιλότητα µέσω των οικο-σχηµάτων, οι άµεσες ενισχύσεις εισοδήµατος πρέπει να καταβληθούν σε πραγµατικούς αγρότες και όχι σε κατόχους τεράστιων εκτάσεων γης.
Πηγή: agronews.gr