Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η αξιολόγηση και οι μεγάλες υποθέσεις της χώρας είναι κάτι που προχωρά σε παράλληλο επίπεδο με τα όσα συμβαίνουν στον μικρόκοσμό μας. Διότι, μπορεί εμείς να συζητάμε για την αύξηση της φορολογίας, για το ενδεχόμενο νέου θρίλερ στις διαπραγματεύσεις, για τα μηνύματα που δεν είναι και τόσο καλά και έρχονται από την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ και τις Βρυξέλλες και πολλά άλλα, αλλά την ίδια ώρα, κάθε μέρα και με τρομακτική συχνότητα, λαμβάνουν χώρα σουρεαλιστικά γεγονότα που δεν μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, χωρίς να πιάνει το κεφάλι του με απελπισία ή έστω να ξεκαρδίζεται, προσπαθώντας να διαχειριστεί τη μιζέρια δια του χιούμορ.
Μια ο υπουργός Μάρδας και οι θεωρίες τους για τους πρόσφυγες-επενδυτές. Βασικά, όχι απλώς η θεωρία του, αλλά η επιμονή του σε κάτι που είναι στην καλύτερη περίπτωση ανεδαφικό. Μετά, η διαπίστωση του ιδίου πως τα capital controls πλέον δεν τα καταλαβαίνουμε ιδιαίτερα και δεν είναι και μεγάλο πρόβλημα. Μετά, ο έτερος γίγαντας, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο οποίος μίλησε ως άλλος χρυσαυγίτης για «βοθροκάναλα» και απείλησε πως θα χώσει δημοσιογράφο (ο οποίος του είχε απευθυνθεί με προκλητικό τρόπο, για να λέμε την αλήθεια) τρία μέτρα κάτω από το χώμα. Μετά, ο Νίκος Φίλης, ο οποίος θέλει τις απολυτήριες εξετάσεις στα ιδιωτικά σχολεία να επιβλέπονται από καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι καθηγητές των ιδιωτικών σχολείων να περιορίζονται στις παρουσίες και στον έλεγχο διαγωγής. Αυτά, τα άλλα και τα υπόλοιπα είναι καθημερινά επεισόδια τρέλας, τα οποία λίγο έως πολύ τείνουμε να συνηθίσουμε, διερωτώμενοι το πρωί κάθε ημέρας «τι άλλο θα συμβεί σήμερα;».
Είναι σαν πλέον η χώρα για τα καλά να είναι κάποιο κοινωνικό πείραμα, προκειμένου κάποιος τρίτος να δει ποια είναι τα όρια των αντοχών αυτού του ταλαιπωρημένου λαού, ο οποίος, βέβαια, δεν έχει κάνει και τις σοφότερες επιλογές διαχρονικά. Σαν κάποιος να μας αντιμετωπίζει ως μαριονέτες και απλά να θέλει να τεστάρει, πότε θα σπάσουν τα σχοινιά.
Η αλήθεια είναι πλέον πως ο κόσμος έχει παρανοήσει. Από το καλοκαίρι και μετά, σαν να έχουμε παραιτηθεί μετά από αυτό το ρεσιτάλ διαπραγμάτευσης. Δεχόμαστε στωικά τις μπαρούφες που ακούγονται καθημερινά, αντιμετωπίζουμε γραφικότητες και ιδεοληψίες ως μέρος της καθημερινότητάς μας, ως κάτι το αναμενόμενο. Υπό άλλες συνθήκες, μπορεί και να είχαμε εκραγεί, μπορεί με κάποιον τρόπο να είχαμε εναντιωθεί στην πράξη, πλην όμως, δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο από το να γελάμε, όσο μπορούμε, για να μην βάλουμε κάποια στιγμή τα κλάματα με την κατάσταση γύρω μας. Διότι, δεν μπορεί κανείς πλέον να ισχυριστεί στα σοβαρά πως αυτό που ζούμε έχει το οποιοδήποτε στοιχείο σοβαρότητας, όσο και αν «η διαπλοκή πολεμά την κυβέρνηση». Η κυβέρνηση έχει έναν βασικό αντίπαλο, τον κακό της εαυτό και κάθε μέρα τα καταφέρνει με ιδιαίτερη άνεση να την παίρνει φαλάγγι.
Κάναμε κομμάτι της καθημερινότητάς μας, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, τις γραφικότητες για τους Σύρους πρόσφυγες-επενδυτές και τις χυδαιότητες για τα «βοθροκάναλα» και μετά θέλουμε να βρούμε και τρόπο να βγούμε δια της οδού των μεταρρυθμίσεων από την μέγγενη που μας σφίγγει. Μέχρι να τον βρούμε, πάντως, θα υφιστάμεθα την κατάσταση του κοινωνικού πειράματος και θα προσπαθούμε να γελάσουμε λίγο, μπας και δεν μας πάρει από κάτω εν τέλει.