Το σημερινό μου άρθρο, στηρίζεται αλλά και αντλεί έμπνευση από την κωλυσιεργία και την κομματική εξυπηρέτηση που επιδεικνύει συστηματικά η κυβέρνηση από την πρώτη κιόλας ημέρα που ανέλαβε.
Αρχικά, με αφορμή τα προαναφερόμενα θεωρώ πως πρέπει να αναφερθεί το γεγονός που αποτελεί και την ουσία και τον πυρήνα του σημερινού άρθρου. Αυτό δεν είναι άλλο από την κομματική εξυπηρέτηση και τη μόνιμη στελέχωση του δημοσίου τομέα με άτομα τα οποία δυστυχώς δεν διαθέτουν τα κατάλληλα και προβλεπόμενα προσόντα.
Παράλληλα, έντονη δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει εκφραστεί και από τους Θεσμούς τόσο μέσω διαρροών όσο και μέσω επισήμων δηλώσεων. Η αρχή έγινε, ήδη, από τα μέσα Ιανουαρίου από τον ίδιο τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος τόνισε πως «η πολιτικοποίηση του δημόσιου τομέα πρέπει να σταματήσει». Μετά από τρεις εβδομάδες περίπου και, συγκεκριμένα, στις 9 Φεβρουαρίου, υψηλόβαθμο στέλεχος της Ευρωζώνης χαρακτήρισε «απογοητευτική» την πολιτικοποίηση του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα, εστιάζοντας στις κομματικές επιλογές σε δημόσιες υπηρεσίες και Ανεξάρτητε Αρχές.
Όμως, θεωρώ πως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα τα οποία επιβεβαιώνουν τις δυσοίωνες προβλέψεις που συνόδευαν την κυβέρνηση από την πρώτη κιόλας ημέρα που ξεκίνησε να εκτελεί τα καθήκοντα της. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν δει το φως της δημοσιότητας αρκετές «παρατυπίες» της Κυβέρνησης, όπως Α) καθυστερήσεις στην αυτονόμηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, Β) νομοθετικές παρεμβάσεις στο έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά και Γ) καταγγελίες για τη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενεργείας.
«Η επιτροπή Ανταγωνισμού»
Σημειώνεται πως στις 17 Ιανουαρίου ο Σύριζα κατέθεσε τροπολογία σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία προέβλεπε το ασυμβίβαστο του προέδρου, του αντιπροέδρου και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, εάν ο σύζυγός ή η σύζυγός τους είναι βουλευτής ή ευρωβουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης. Επιπλέον, προέβλεπε τη μείωση στα δύο από τα τέσσερα έτη της θητείας του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, την αυτοδίκαιη αποχώρηση του προέδρου και του αντιπροέδρου της Επιτροπής με τη συμπλήρωση του 73ου έτους της ηλικίας τους, αλλά και πειθαρχικές διαδικασίες οι οποίες θεωρήθηκε ότι θέτουν υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως Ανεξάρτητης Αρχής, καθώς έδιναν περισσότερες εξουσίες στον εποπτεύοντα υπουργό Οικονομικών.
Οι διατάξεις χαρακτηρίσθηκαν φωτογραφικές από τη ΝΔ, καθώς στόχευαν στον αντιπρόεδρο της Αρχής Δημήτρη Λουκά, σύζυγος του οποίου είναι η βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ Νίκη Κεραμέως και στην αποχώρησης της γενικής διευθύντριάς της Αρχής Διονυσίας Ξηροκώστα, η οποία είχε συμπληρώσει 20 μήνες σε αυτήν τη θέση. μια επιπλέον διάταξη, αν και δεν υποχρέωνε σε πρόωρη αποχώρηση τον σημερινό πρόεδρο Επιτροπής Ανταγωνισμού, θεωρήθηκε ότι εμμέσως αποσκοπούσε σε αυτό, καθώς ο κ. Κυριτσάκης είναι 75 ετών και η θητεία του λήγει κανονικά το Δεκέμβριο του 2018. Αν και η τροπολογία αποσύρθηκε με το επιχείρημα ότι ήταν εκπρόθεσμη, η κυβέρνηση δήλωσε πως θα την επαναφέρει.
«Η υπόθεση της ΡΑΕ»
Στενές ματιές και από ΕΕ, ΕΚΤ, ESM και ΔΝΤ στις αναφορές σχετικά με τον παράνομο διορισμό του προέδρου και του αντιπροέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
Η όλη υπόθεση έχει να κάνει με το ότι ο πρόεδρος της ΡΑΕ Νίκος Μπουλαξής και ο αντιπρόεδρος Σωτήρης Μανωλκίδης δεν συγκέντρωσαν την απαραίτητη πλειοψηφία στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και, ως εκ τούτου, ο διορισμός τους δεν είναι σύννομος. Σύμφωνα με νομικές απόψεις, ο διορισμός δεν είναι άκυρος, καθώς η επικρατούσα νομική άποψη είναι ότι δεν χρειάζεται απόλυτη αλλά, μόνο, σχετική πλειοψηφία των μελών της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής, προκειμένου να εγκριθεί ο διορισμός της διοίκησης της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας. Ωστόσο, αυτό δεν προκύπτει από τον κανονισμό της Βουλής που ομιλεί για απόλυτη πλειοψηφία.
Εν κατακλείδι, τα μέχρι τώρα δείγματα της κυβέρνησης δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για βελτίωση της κατάστασης, γεγονός που σημάνει ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα έχουμε περισσότερες αμφιβολίες, εντάσεις αλλά και παράπονα από τους Θεσμούς σχετικά με την αναποτελεσματικότητα και την κομματικοποίηση που έχει επιβάλλει η σημερινή κυβέρνηση.