«Όταν προκύπτουν ποινικές ευθύνες, κανένας δεν πάει σπίτι του, αλλά λογοδοτεί έναντι της Δικαιοσύνης για τα έργα και τις πράξεις του», τονίζει ο Σταύρος Κοντονής, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Realnews» και σημειώνει ότι «κανένας δεν είναι υπεράνω του νόμου, αφού πρωτίστως ο νόμος είναι η ασπίδα προστασίας όλων των πολιτών».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί έντονη κριτική για τις αναφορές της αντιπολίτευσης που ζητά να»βγουν οι κουκούλες» από τους προστατευόμενους μάρτυρες, χαρακτηρίζοντας τις»νομικά απαράδεκτες και ηθικά ανέντιμες». Σημειώνει ότι για να χαρακτηριστεί ένας μάρτυρας προστατευόμενος πρέπει να το προβλέπει ο νόμος και να υπάρχει απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα». Υποστηρίζει ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί εκφέρονται από την αντιπολίτευση με στόχο τον»αποπροσανατολισμό» της κοινής γνώμης και τη»συκοφάντηση» της εισαγγελικής έρευνας.
Αποκρούοντας τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης περί «σκευωρίας» για την υπόθεση Novartis, ο κ. Κοντονής αναφέρει ότι αυτό γίνεται με «τρόπο επιπόλαιο και μάλλον ως ένδειξη πανικού», για να σημειώσει ότι «η εισαγγελική έρευνα, η οποία διατάχτηκε και η οποία συνεχίζεται, αποτελεί την εγγύηση της ορθής εφαρμογής των νόμων και της προστασίας των εμπλεκομένων». Εξαιτίας του λόγου αυτού, συνεχίζει, «είναι τουλάχιστον φαιδρό να κατηγορείται η κυβέρνηση για όσα οι εισαγγελικές Αρχές έχουν διερευνήσει και έχουν αποκαλύψει» και σχολιάζει ότι το μόνο που δηλώνουν με τη συμπεριφορά τους όσοι το κάνουν, «είναι ότι τελικά προσπαθούν να τρομοκρατήσουν και να επηρεάσουν τη Δικαιοσύνη».
Για τον Αντώνη Σαμαρά σχολιάζει ότι η προσπάθεια του να εμπλέξει, μέσω μηνυτήριας αναφοράς, τον πρωθυπουργό και τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, «μου δίνει την εντύπωση κινήσεων πανικού και συκοφάντησης της εισαγγελικής έρευνας». «Το χειρότερο για τον κ. Σαμαρά είναι», προσθέτει, «ότι, ενώ βάλλει στην ουσία κατά της Δικαιοσύνης προσπαθώντας να την εμφανίσει ως χειραγωγούμενη, επικαλείται στοιχεία της δικογραφίας τα οποία ο ίδιος θεωρεί ενισχυτικά της άποψής του περί μη εμπλοκής του».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης σημειώνει ότι το αδίκημα της δωροδοκίας, κατά τη γνώμη του, «θα πρέπει να εξεταστεί σε κάθε περίπτωση διότι μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθεί περαιτέρω το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για το οποίο και η θεωρία και η νομολογία έχουν την άποψη ότι δεν υπόκειται σε παραγραφή».
Ερωτηθείς εάν η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει γρήγορα, ώστε να μην εμφανίζονται κορυφαία πολιτικά πρόσωπα ως «όμηροι», αναφέρει ότι προσωπική γνώμη του είναι πως οι υποθέσεις αυτές πρέπει να εκκαθαρίζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επισημαίνει παράλληλα ότι «η δικογραφία βρίσκεται σε πρώτο στάδιο και αν δεν υπάρξει ενδελεχής έλεγχος, διασταύρωση στοιχείων και επαρκείς ενδείξεις ενοχής, σε κανέναν πολίτη δεν μπορεί να του αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορούμενου». Γι’ αυτό, σχολιάζει ο υπουργός, «μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση ο τρόπος με τον οποίον αντιδρούν ορισμένα από τα πολιτικά πρόσωπα, η επιθετικότητα εναντίον των εισαγγελικών λειτουργών και των προστατευόμενων μαρτύρων και, βεβαίως, οι επιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης, η οποία ουδεμία εμπλοκή ή σχέση είχε ή έχει με την έρευνα την οποία διεξάγει η Δικαιοσύνη».