Σχεδόν καθολική επικράτηση του βρετανικού στελέχους του SARS-CoV-2 στη Θεσσαλονίκη μετά την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου δείχνουν οι αναλύσεις των δειγμάτων λυμάτων του πολεοδομικού συγκροτήματος, μέσω πρωτοποριακής -σε παγκόσμιο επίπεδο- μεθοδολογίας, που αναπτύχθηκε από τη σύμπραξη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), της Εταιρείας Ύδρευσης Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) και του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ). Η μεθοδολογία έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, που ζητούν την ελληνική τεχνογνωσία και συνεργασία.
Το διάστημα από 19 έως 25 Μαρτίου η επικράτηση του βρετανικού -πολύ πιο μεταδοτικού στελέχους του ιού- αγγίζει το 100%, έχοντας κυριαρχήσει απόλυτα έναντι άλλων ευρέως διαδεδομένων στην παγκόσμια κοινότητα μεταλλάξεων, όπως η νοτιοαφρικανική, η οποία μόνο το διάστημα 19-25 Φεβρουαρίου πλησιάζει στο 20% κι επανεμφανίζεται το διάστημα 2-8 Απριλίου σε ποσοστό μικρότερο του 5%. Οι τελευταίες μετρήσεις, μέσω της ανάλυσης των γονιδιωμάτων του ιού στα λύματα, αφορούν την εβδομάδα 9-15 Απριλίου και δείχνουν επικράτηση του βρετανικού στελέχους σε ποσοστό που αγγίζει και πάλι το 100%.
Η εξέλιξη αυτή διαφάνηκε από τον Φεβρουάριο, όπου από 5-11/2 το βρετανικό στέλεχος ανιχνεύεται στο επίπεδο 38% και στις επόμενες αναλύσεις από 12-18/2 φτάνει στο 64%, για να ανέλθει στο επίπεδο του 83% το διάστημα 19-25/2.
«Παγκόσμια ελληνική πρωτοπορία»
«Η πραγματική αξία της ανίχνευσης μεταλλάξεων στα λύματα αρχίζει τώρα να φαίνεται, καθώς προχωρούν οι εμβολιασμοί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επειδή όσοι έχουν εμβολιαστεί, ακόμη κι αν μολυνθούν θα παραμείνουν ασυμπτωματικοί, δεν θα πάνε στο νοσοκομείο ή στα εργαστήρια να υποβληθούν σε τεστ. Έτσι, όμως, δεν θα υπάρχει δείγμα αντιπροσωπευτικό της διασποράς κάθε μετάλλαξης στην κοινότητα, οπότε σε αυτή την περίπτωση έχουμε τα λύματα για να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Τα δείγματα των λυμάτων είναι αντιπροσωπευτικά της συχνότητας των ιικών στελεχών που κυκλοφορούν στην κοινότητα και μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τη διασπορά των στελεχών στον πληθυσμό», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος της ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου. Όπως εξήγησε, «αυτό δεν είναι εφικτό με βάση αντίστοιχα δεδομένα που προκύπτουν από την ανάλυση κλινικών δειγμάτων, όταν λαμβάνονται με βάση την παθητική επιτήρηση και γίνεται προεπιλογή για ανάλυση» και αυτό γιατί «όπως αναφέρεται στις ανακοινώσεις του ΕΟΔΥ, τα δείγματα για γονιδιωματική ανάλυση έχουν επιλεγεί με συγκεκριμένα εργαστηριακά κριτήρια και δεν προσφέρονται στην παρούσα φάση για εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη διασπορά των στελεχών στον πληθυσμό».