Με αφορμή την παρουσία μου στη Σαγκάη για την υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη Διεθνή Εμπορική Έκθεση της Κίνας China International Imports Expo-CIIE 23, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις για τις σχέσεις μας με την Κίνα. Σκέψεις που καθώς γεννιούνται σε ένα περιβάλλον έντονων οικονομικών ανταγωνισμών, έρχονται να αναδείξουν τη σπουδαιότητα και την αξία της οικονομικής διπλωματίας. Γιατί η Κίνα πέρα από ανταγωνιστής είναι και εταίρος. Και γιατί στις δύσκολες και γεμάτες απρόβλεπτες εξελίξεις εποχές που ζούμε, είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε καταρχάς να διακρίνουμε, και ακολούθως να προτάσσουμε στοιχεία που ενώνουν και γεφυρώνουν διαφορές, έναντι στοιχείων που οξύνουν εντάσεις και δημιουργούν χάσματα και αδιέξοδα.
Ως λαοί, Έλληνες και Κινέζοι, δημιουργήσαμε πολιτισμούς με παγκόσμια επιρροή, για τους οποίους είμαστε υπερήφανοι. Μοιραζόμαστε έτσι μια κληρονομιά που μας προσδίδει μια αίσθηση σοφίας και ταυτόχρονα μια αίσθηση ευθύνης απέναντί της. Μέσω της συνεργασίας μας στο Ancient Civilizations Forum, αναλαμβάνουμε αυτή την ευθύνη, επιδιώκοντας να μετατρέψουμε τον πολιτισμό σε πηγή ήπιας δύναμης και θεμελιώδες εργαλείο διπλωματίας.
Σε αυτό το πνεύμα, αγκαλιάσαμε ως Ελλάδα με ενθουσιασμό την αρχική σύλληψη της κινεζικής Πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road, BRI), που συνιστά μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού. Και είναι γεγονός ότι με την ένταξή μας στην πρωτοβουλία, οι διμερείς οικονομικές μας σχέσεις ενισχύθηκαν και δημιουργήθηκαν νέες ευκαιρίες ανάπτυξης εμπορικών συνδέσεων.
Η κινεζική επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά αποτελεί το πιο προβεβλημένο παράδειγμα της πρόσφατης συνεργασίας Ελλάδας-Κίνας στον οικονομικό τομέα. Αυτή τη στιγμή, ο Πειραιάς είναι ένας από τους μεγαλύτερους διαμετακομιστικούς λιμένες εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο και ο 5ος μεγαλύτερος της Ευρώπης. Πέραν της συμβολής του στην ελληνική οικονομία, εξίσου σημαντική είναι και η συμβολή του στη σταθερότητα της περιφερειακής και παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ουσιαστική όμως είναι και η συνολική συνεργασία μας με την Κίνα στον τομέα της ναυτιλίας, με όρους οικονομικούς όσο και στρατηγικούς. Να επισημάνω χαρακτηριστικά ότι την τελευταία δεκαετία, τα μισά από τα ελληνικά νεότευκτα πλοία ναυπηγήθηκαν στην Κίνα, ενώ αυτή τη στιγμή Ελλάδα και Κίνα συνιστούν τις δύο ηγέτιδες δυνάμεις παγκοσμίως, όσον αφορά τους εμπορικούς τους στόλους. Επιπλέον, έχουν προχωρήσει διαπραγματεύσεις, ώστε οι ελληνικές κατασκευάστριες εταιρίες ναυτιλιακού εξοπλισμού να συμπεριληφθούν στους βασικούς προμηθευτές υλικών των κινεζικών ναυπηγείων.
Η οικονομική συνεργασία μας με την Κίνα έχει φυσικά μεγάλα περιθώρια ενίσχυσης, κυρίως προς την κατεύθυνση της εξισορρόπησης του εμπορικού ισοζυγίου. Και αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της παρουσίας μας στη Διεθνή Εμπορική Έκθεση της Σαγκάης. Με το κλαδικό μας περίπτερο στον τομέα των τροφίμων, επιδιώξαμε την ενίσχυση της διείσδυσης των ελληνικών αγροτοδιατροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας στην κινεζική αγορά.
Περαιτέρω, στο εθνικό μας περίπτερο, το οποίο επιμελήθηκε η Enterprise Greece, παρουσιάσαμε στο διεθνές κοινό της Έκθεσης τις επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρονται στην Ελλάδα όχι μόνο στη ναυτιλία, τις υποδομές, την εφοδιαστική αλυσίδα αλλά και στον ενεργειακό τομέα, σε ανανεώσιμες και εναλλακτικές πηγές, στον τουρισμό, τη γεωργία, την υψηλή τεχνολογία.
Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους, και μεταξύ αυτών, δύο από τους μεγαλύτερους κινεζικούς οίκους αξιολόγησης, οι Lianhe Credit και Chengxin Rating Group, δίνουν επιπλέον ώθηση στις προοπτικές προσέλκυσης νέων κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα.
Επανερχόμενος στη σπουδαιότητα της οικονομικής διπλωματίας, θα κλείσω ενστερνιζόμενος μια φράση που χρησιμοποίησε προσφάτως αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, προαναγγέλλοντας συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Κινέζο ομόλογό του εντός του Νοεμβρίου: «ο έντονος ανταγωνισμός απαιτεί και έντονη διπλωματία».
Αυτή είναι η στρατηγική που ακολουθούμε ως χώρα για την υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. Η στρατηγική της άσκησης μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που αξιολογεί τις εκάστοτε γεωπολιτικές εξελίξεις και αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Και συγκεκριμένα, την κληρονομιά της ως κοιτίδας πολιτισμού και δημοκρατίας, τον παραδοσιακό της ρόλο ως γέφυρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης αλλά και τον σύγχρονο ρόλο της ως αξιόπιστου εταίρου και ως πυλώνα πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευημερίας στην ευαίσθητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.