«Είμαστε μια κυβέρνηση και είμαι ένας υπουργός Εξωτερικών που θέλουμε λύσεις. Οπαδός της διαιώνισης και αναπαραγωγής προβλημάτων δεν είναι στην δικιά μου αντίληψη». Αυτό τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς κλείνοντας τις εργασίες της επιστημονικής ημερίδας για τις νομικές πτυχές της Συμφωνίας- που διεξήχθη σήμερα υπό τη διοργάνωση του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών- με μία συνολική αποτίμηση της Συμφωνίας των Πρεσπών και της στρατηγικής υλοποίησής της.
«Η συμφωνία είναι ένας ειρηνικός συμβιβασμός αποτέλεσμα μιας κουλτούρας συμβιβασμού και συναίνεσης» τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών καθηγητής Νίκος Κοτζιάς.
Ο κ. Κοτζιάς ανέδειξε πρωτίστως τον δημοκρατικό χαρακτήρα της σημερινής συζήτησης όπου κλήθηκαν οι πιο διαφορετικές γνώμες, όπως είπε, να τοποθετηθούν και ευχαρίστησε ιστορικούς και νομικούς που έριξαν φως σε πολλές πτυχές τόσο της ιστορικότητας της περιοχής, όσο και των νομικών πτυχών της συμφωνίας και του ζητήματος γενικότερα.
Παράλληλα, όμως, άσκησε κριτική τονίζοντας ότι δεν θεωρεί “επιστημονικά έντιμο το να εμφανίζεται ότι υπάρχει μία ασυνέχεια στην ελληνική πολιτική και την συμφωνία που έκανε η σημερινή κυβέρνηση” αντιμέτωπη μάλιστα με τα τετελεσμένα με τα οποία βρέθηκε.
Ο Ν. Κοτζιάς εξέφρασε την άποψη ότι «καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια να μειωθεί το εύρος και το βάθος των κερδών σε αυτή την προσπάθεια”, υπεραμύνθηκε της συμφωνίας και ανέπτυξε τα βασικά οφέλη αυτής για τη χώρα μας επισημαίνοντας ότι “κάναμε μία συμφωνία που να έχουν κέρδη και οι δύο πλευρές μέσα από ένα συμβιβασμό». «Χωρίς συμβιβασμό δεν υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες» πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός Εξωτερικών αναφερόμενος σε αυτά που πήρε η χώρα μας τόνισε τη σημασία της αλλαγής του ονόματος της γειτονικής χώρας, όνομα γενικής ισχύος και για διακρατικές και για διεθνείς σχέσεις, αλλά και ότι με τη συμφωνία εξαφανίστηκε το κύριο ζήτημα του αλυτρωτισμού.
Σε αυτό το σημείο είπε ” ότι δεν είναι έντιμη συμπεριφορά απέναντι στη ιστορία” να μην αναγνωρίζεται η σημασία της αποδοχής αλλαγής του άρθρου 49 του συντάγματος της πΓΔΜ με το δικό μας για την ελληνική ομογένεια.
Εμείς θέλαμε να γίνει η Θεσσαλονίκη η πραγματική πρωτεύουσα των Βαλκανίων όπως πάντα ήτανε” είπε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων ο υπουργός Εξωτερικών.
Ασκώντας κριτική στους επικριτές της συμφωνίες είπε ότι στην χώρα μας υπάρχουν δύο είδη πολιτικής: Η μία που της αρέσει να υπάρχουν και αναπαράγουν προβλήματα και να βρίσουν προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν και ή άλλη που θέλει λύσεις. Η υπόθεση η δική μας είναι να λύνουμε προβλήματα” είπε.
“Όλοι όσοι κάνουν κριτική στην παρούσα συμφωνία Πρεσπών δεν τους έχω ακούσει ακόμα να λένε τι ακριβώς έπρεπε να δώσουμε; Και δεν τους ακούω ακόμα να λένε τι πήραμε και ποια είναι η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που θα έπρεπε να δώσουμε και σε αυτά που έπρεπε να πάρουμε” είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Κοτζιάς σημειώνοντας ότι “είναι ωραίο να περιγράφονται μοντέλα αλλά η πολιτική δε γίνεται έτσι”.
Ως προς την επιβολή όλων των δικών μας όρων, είπε ότι έχει βαρεθεί να ακούει “το πως θα ήταν μία καλύτερη συμφωνία, στην οποία όμως κανείς άλλος δεν θα συμφωνούσε ούτε ο ΟΗΕ ούτε η άλλη πλευρά”. Εστίασε δε στα τρία βασικά ζητήματα που θεωρούσαν σημαντικά και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: το όνομα που άλλαξε, το απαραβίαστο των συνόρων που διασφαλίστηκε από ένα ολόκληρο κεφάλαιο και το γεγονός ότι μπήκε ένα τέλος στην συζήτηση περί δήθεν “μειονοτήτων” στην Ελλάδα. Παράλληλα υπογράμμισε και τη σημασία της επίτευξης του πλήρους διαχωρισμού της ελληνικής Ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού από την πΓΔΜ που αναφέρεται ρητά στο άρθρο 7 της συμφωνίας χαρακτηρίζοντας ως μεταφυσικές τις θεωρίες περί κινδύνου πολέμων μεταξύ επαρχιών και κράτους με το ίδιο όνομα προτάσσοντας ως παράδειγμα την μεγάλη επαρχία του Λουξεμβούργου και το Λουξεμβούργο ως κράτος.
Αναφερόμενος στο θέμα της γλώσσας ο υπουργός Εξωτερικών ανέδειξε τη σημασία της πλήρους αποσαφήνισης του σλαβικού χαρακτήρα της γλώσσας της πΓΔΜ στη συμφωνία, και στο γεγονός ότι αυτή η γλώσσα παύει να είναι πλέον καθιερωμένη και αυτοτελής. Παράλληλα μίλησε για το τετελεσμένο που βρήκε μπροστά της η κυβέρνηση με την παλιά καθιέρωσή της ως “μακεδονικής” στον ΟΗΕ από όλους αυτούς, τους σημερινούς επικριτές, που δεν αντιδράσανε επί πάνω από 60 χρόνια, όπως είπε. “Διότι αν δεν βρίσκαμε τα τετελεσμένα θα είχαμε άλλη συμφωνία” πρόσθεσε και συμπλήρωσε: “Αλλά ποια χώρα μια γλώσσα που την έχει καθιερώσει 70 χρόνια ως δικιά της θα παραιτηθεί και ποια κυβέρνηση αντέχει να γυρίσει στο σπίτι της με μία τέτοια παραίτηση;”.
Έθεσε δε το ρητορικό ερώτημα: “Διεκδικούμε αυτή τη σλαβική γλώσσα για πάρτη μας; Νοιώθουμε ότι έχουμε μια κληρονομιά στις σλαβικές γλώσσες και ανησυχούμε;”