Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο Ερντογάν δηλώνει ότι η Τουρκία έχει την ικανότητα να διεξαγάγει επιχειρήσεις εναντίον «τρομοκρατικών ομάδων» χωρίς να χρειάζεται την έγκριση ξένων χωρών. Ο Ερντογάν επιτίθεται στο Ισραήλ. Ο Νετανιάχου δηλώνει ότι η Τουρκία κατέλαβε τη Β. Κύπρο και ο τουρκικός στρατός σφάζει αμάχους στην Αφρίν. Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει τη συγκεκριμένη στιγμή να «σηκώσει το γάντι» και «σκληραίνει» τη στάση της έναντι της Τουρκίας. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δηλώνει ότι οι επόμενες βδομάδες θα είναι κρίσιμες για λύση στο ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ. Άραγε έχουν κάποια σχέση όλα αυτά; Η απάντηση είναι ναι.
Όχι βέβαια με την έννοια ότι όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες και πλευρές είναι καλά συντονισμένοι σε κάποιου είδους σχέδιο, αλλά με την έννοια ότι όλα αυτά σχετίζονται με τη «μεγάλη» -και θερμή- διαπραγμάτευση της Τουρκίας σε δύο βασικά «μέτωπα» στα οποία κρίνονται τα δικά της συμφέροντα: το Κουρδικό και οι ΑΟΖ. Με ποιους διαπραγματεύεται; Με τη Δύση (ΗΠΑ και Ε.Ε.). Γιατί διαπραγματεύεται με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο; Γιατί οι απειλές κατά της γεωπολιτικής της θέσης και των συμφερόντων της είναι όχι απλώς σοβαρές αλλά και «υπαρξιακού» χαρακτήρα.
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων ανέτρεψαν το στάτους κβο πολλών δεκαετιών τόσο στο Κουρδικό όσο και στο ζήτημα των ΑΟΖ (για να το διατυπώσουμε ακριβέστερα: της αξιοποίησης του υποθαλάσσιου πλούτου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο).
Η ανατροπή του στάτους κβο στο Κουρδικό…
Μέχρι να ξεσπάσει η συριακή κρίση, η απειλή δημιουργίας κουρδικού κράτους σε συριακά εδάφη ήταν «ιστορική» και από μία άποψη «θεωρητική». Όσο η Συρία ήλεγχε τα εδάφη της, η απειλή αυτή για την Τουρκία δεν μπορούσε να γίνει πραγματική. Οι Κούρδοι του Β. Ιράκ δεν είχαν ούτε την ένοπλη δύναμη ούτε τη μαχητικότητα ούτε τη διεθνή υποστήριξη για να επιδιώξουν αξιόπιστα κάτι τέτοιο. Οι ανατροπές που μετέτρεψαν από «θεωρητική» και απόμακρη σε πραγματική και συγκεκριμένη αυτή την απειλή για την Τουρκία ήταν δύο:
Πρώτο, η εσωτερική κρίση του τουρκικού καθεστώτος και η αλληλοτροφοδότησή της με μια κρίση διεθνούς προσανατολισμού. Μέσα σε δύο δεκαετίες, η Τουρκία είδε να καταρρέουν δύο μεγαλόπνοα γεωπολιτικά της σχέδια. Πρώτα, η δημιουργία «τόξου» επιρροής στο μαλακό υπογράστριο της πρώην ΕΣΣΔ (με Αζερμπαϊτζάν κ.λπ.) και στη συνέχεια η μετατροπή της σε ενός είδους Μέκκα του «ήπιου» Ισλάμ.
Επενδύοντας γεωπολιτικό κεφάλαιο σε αυτό το δεύτερο σχέδιο, η Τουρκία επένδυσε στους Αδερφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου, άρχισε να υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους και να αυτοπροβάλλεται σαν εναλλακτική «μητρική» του ήπιου ισλάμ σε σχέση με το Ιράν. Αυτό το σχέδιο αναπόφευκτα την έφερε σε ρήξη με το Ισραήλ. Το πέρασμα των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου από την εξουσία (ύστερα από την ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ από την «αραβική άνοιξη») αποδείχτηκε πρόσκαιρο, καθώς ανατράπηκαν από τον σημερινό δικτάτορα Αλ Σίσι. Και, τέλος, άρχισε ο πόλεμος στη Συρία, όπου οι υποστηριζόμενες από το Ιράν σιιτικές πολιτοφυλακές αποδείχτηκαν οι πραγματικοί εκπρόσωποι του ήπιου ισλάμ.
Το γεωπολιτικό αυτό σχέδιο κατέρρευσε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα να ενσκήψει μια διπλή κρίση: οξεία καθεστωτική κρίση στην ίδια την Τουρκία αλλά και κρίση στις σχέσεις της με τη Δύση και το Ισραήλ.
Δεύτερο, οι συνέπειες του πολέμου στη Συρία. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα, αποφάσισαν να συμμετέχουν σε αυτό τον πόλεμο όχι απευθείας (όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν την προηγούμενη δεκαετία) αλλά «δι’ αντιπροσώπων», η εξέλιξη του πολέμου μετέτρεψε τις κάθε είδους πολιτοφυλακές σε πραγματικούς πρωταγωνιστές. Οι κουρδικές πολιτοφυλακές στο Βόρειο Ιράκ (υπό τον Μπαρζανί) αλλά και στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας (υπό το PKK) κέρδισαν εδάφη και κύρος μέσα από τις μάχες ενάντια στο ISIS έχοντας την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη.
Με τον Άσαντ να αντέχει χάρη στην υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, με τις σιιτικές πολιτοφυλακές και το Ιράν να αναβαθμίζουν τη θέση τους, με την απειλή για το Ισραήλ να γίνεται πιο άμεση, το ζήτημα της δημιουργίας κουρδικού κράτους έπαψε να είναι θεωρητικό και υπόθεση κάποιου απώτερου χρονικού ορίζοντα: έγινε πραγματικό και άμεση απειλή για την Τουρκία. Η οποία, πάνω στα αποκαΐδια του φιλόδοξου γεωπολιτικού της σχεδίου της προηγούμενης δεκαετίας, βρίσκεται προ του κινδύνου να υποστεί αυτό που η ίδια αντιλαμβάνεται σαν «εθνικό ακρωτηριασμό».
Με αυτά τα δεδομένα, η τουρκική εισβολή σε υπό κουρδικό έλεγχο συριακά εδάφη δεν είναι αποτέλεσμα ισχύος αλλά «υπαρξιακής» κρίσης. Ό,τι κερδήθηκε με τα όπλα στην Αφρίν ή θα κερδηθεί οπουδήποτε αλλού στη Συρία, θα πρέπει να διατηρηθεί υπό έλεγχο με τα όπλα. Και όπως έδειξε η επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ και η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, η κινούμενη άμμος της Συρίας και του Ιράκ μπορεί να «καταπιεί» δυνάμεις πολύ ισχυρότερες από την Τουρκία. Καταλαμβάνοντας την Αφρίν, το καθεστώς Ερντογάν κέρδισε πρόσκαιρη «δόξα» και το δικαίωμα να διαχειριστεί με πατριωτικές κορόνες την τουρκική κοινή γνώμη, αλλά μεσομακροπρόθεσμα απέκτησε έναν μεγάλο μπελά: Αν διεκδικήσει να μείνει για πάντα στα συριακά εδάφη, δηλαδή να μπει σε ένα παιχνίδι διαμελισμού της Συρίας, θα διεκδικήσει το ανέφικτο και θα κινδυνεύσει μια νέα γεωπολιτική καταστροφή.
Αν αποσυρθεί διακηρύσσοντας δημαγωγικά ότι «έδωσε ένα μάθημα στους τρομοκράτες», το πρόβλημα που προσπάθησε να λύσει (αποτροπή δημιουργίας προϋποθέσεων για συγκρότηση κουρδικού κράτους) θα έχει γίνει ακόμη οξύτερο. Όσο με δηλώσεις του ο Ερντογάν διακηρύσσει το πρώτο, προκαλεί τους Δυτικούς πρώην συμμάχους του να τον διαγράψουν από τα «κατάστιχα», να τον απομονώσουν και να του δώσουν ένα μάθημα. Όταν έρθει η ώρα να επιλέξει το δεύτερο, θα ξέρει πολύ καλά ότι το διάβημά του με την εισβολή και την κατάληψη της Αφρίν ήταν απλώς τακτική χωρίς στρατηγική, ο «θόρυβος πριν την ήττα» – για να θυμηθούμε τον Σουν Τσου.
…και στο ζήτημα των ΑΟΖ
Ανάλογη ανατροπή, δυσμενής για την Τουρκία, έχει συμβεί και στο ζήτημα των ΑΟΖ. Ερχόμενη -για τους προαναφερθέντες λόγους- σε ρήξη με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αλλά και με τη Δύση, η Τουρκία βρέθηκε με εχθρούς και χωρίς συμμάχους στο συγκεκριμένο ζήτημα την πιο κρίσιμη στιγμή: όταν επέστη ο χρόνος για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Μπορεί για συγκεκριμένους λόγους η Τουρκία να μετατοπίστηκε σε -παρά φύσιν με τα μέχρι τώρα δεδομένα- συμμαχίες με τη Ρωσία και το Ιράν, αλλά αυτές οι συμμαχίες είναι παντελώς άχρηστες στο ζήτημα των ΑΟΖ. Το έχουμε ξαναπεί: χωρίς τις δυτικές πολυεθνικές και ενάντια στον «άξονα» Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – Αιγύπτου υπό τη διεύθυνση των ΗΠΑ και της Ε.Ε., μπορεί να βγάλει κανένα ερευνητικό σκάφος για να κάνει «τζερτζελέ», αλλά δεν μπορεί να εξορύξει ούτε κυβικού εκατοστό υδρογονάνθρακα στον αιώνα τον άπαντα.
Για λόγους ιστορικής συγκυρίας (η Δύση ενδιαφέρεται για την άμεση εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο για γεωοικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους), ήρθε η ώρα η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων να γίνει μετατραπεί από «θεωρητικό» ενδεχόμενο σε επίκαιρο σχέδιο. Σε αυτές τις συνθήκες, η κατάρρευση του γεωπολιτικού σχεδίου της Τουρκίας, η κρίση του τουρκικού καθεστώτος και η ρήξη του με τις παραδοσιακές δυτικές του συμμαχίες, διαμορφώνουν τις συνθήκες ώστε η Τουρκία να πεταχτεί εκτός του πρότζεκτ της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων. Το εξώδικο της «έξωσης» έχει ήδη παραδοθεί αρμοδίως στον ίδιο τον Ερντογάν…
Ελλάδα – Τουρκία
Είναι δύσκολο για οποιοδήποτε κράτος να δεχθεί τέτοιας κλίμακας πτώση «από τα πάνω πατώματα στο ισόγειο» χωρίς να αντιδράσει. Και αντιδρά όπως θα περίμενε κανείς από ένα καθεστώς που έχει διαμορφώσει μεγάλες απαιτήσεις από τον ίδιο του τον εαυτό και ταυτόχρονα βιώνει γεωπολιτική και εσωτερική κρίση: με ένα κράμα εκρήξεων «εθνικού μεγαλείου» και «θερμής διαπραγμάτευσης». Το στάτους κβο ανατρέπεται σε δύο θεμελιώδη ζητήματα, και οι ανατροπές είναι εις βάρος του.
Υπάρχει κάτι για να διαπραγματευτεί πραγματικά; Πολλά, αλλά όχι με το καθεστώς Ερντογάν και τις γεωπολιτικές του συμμαχίες! Το καθεστώς Ερντογάν δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα την Αφρίν. Κάποια στιγμή θα αποχωρήσει και τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Μπορεί να διαπραγματευτεί κάποιες εγγυήσεις για τα εδάφη στα οποία μελλοντικά θα συγκροτηθεί το κουρδικό κράτος, ώστε να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις συνέπειες από την «πληγή» που ούτως ή άλλως θα ανοίξει.
Το καθεστώς Ερντογάν δεν μπορεί όμως να γίνει συνδαιτυμόνας στο δείπνο με τους υδρογονάνθρακες – και το ξέρει. Θέλει τουλάχιστον να βάλει υποθήκες ότι δεν θα μείνει για πάντα εκτός. Και σε αυτό το ζήτημα το κλειδί είναι το Κυπριακό.
Αν η Τουρκία είναι το θύμα των γεωπολιτικών ανατροπών, η Ελλάδα είναι η ευνοημένη. Προσπαθούσε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες να διατηρήσει το ευνοϊκό γι’ αυτήν στάτους κβο της ντε φάκτο κυριαρχίας στο Αιγαίο και να αναστρέψει τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Τώρα έχει ισχυρούς συμμάχους σε αυτή την προσπάθεια.
Όταν ο Νετανιάχου περιλαμβάνει στις δηλώσεις του ενάντια στον Ερντογάν την Αφρίν και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξέρει τι λέει και γιατί το λέει. Κι όταν ο Έκτος Στόλος σουλατσάρει στα νερά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν το κάμνει για λόγους επιχειρησιακής ρουτίνας…
Είμαστε σε έναν κρίσιμο κόμβο αυτής της διαπραγμάτευσης. Ο χαμένος από τις ανατροπές στο στάτους κβο, η Τουρκία, έχει κάθε λόγο να είναι αναθεωρητική» δύναμη και να αποδύεται σε μια «θερμή διαπραγμάτευση» στο όριο ή και πέρα από το όριο. Ο ευνοημένος από τις ανατροπές, η Ελλάδα, δεν έχει κανένα λόγο να συμπεριφέρεται αναλόγως.
Εκεί που η Τουρκία, αλλά και η Ρωσία, θέλουν να κρατήσουν τα πράγματα ανοιχτά μέχρι να διαμορφωθούν ευνοϊκές γι’ αυτήν συνθήκες (δηλαδή για αόριστο με τα σημερινά δεδομένα διάστημα), η Ελλάδα έχει συμφέρον να κλείνουν και να προχωρούν τώρα που οι συνθήκες είναι ευνοϊκές γι’ αυτήν. Όχι μόνο όσα αφορούν τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, αλλά και τις διευθετήσεις στα δυτικά Βαλκάνια (όνομα πΓΔΜ και ένταξή της στο ΝΑΤΟ, «πακέτο» διμερών ζητημάτων με Αλβανία). Εδώ «κολλάνε» οι δηλώσεις του Σταύρου Θεοδωράκη ότι οι επόμενες βδομάδες θα είναι κρίσιμες για το ζήτημα της ονομασίας. Διότι η γεωπολιτική «τρέλα» της Τουρκίας δεν θα μείνει για πάντα, ούτε το καθεστώς Ερντογάν.
Για Τουρκία και Ελλάδα διαμορφώνονται εντελώς διαφορετικές -και με μία έννοια «συμμετρικά ανταγωνιστικές»- απαιτήσεις τακτικής. Δεν πρόκειται για ελληνικό «ενδοτισμό», αλλά για διαφορετική «θέση», που επιβάλλει διαφορετική τακτική.
Δεν πρόκειται για κάποιου είδους υπεράσπιση των χειρισμών της κυβέρνησης στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά για ερμηνευτικό κλειδί ώστε να κατανοούμε τις εξελίξεις. Από αυτή την άποψη, το γεγονός ότι η κυβέρνηση «ξαφνικά» σκληραίνει τη στάση της απέναντι στην Τουρκία, έχει τούτη την εξήγηση: η ελληνική κυβέρνηση διερμηνεύει με τη «σκληρή» της στάση την αγανάκτηση της Δύσης προς την Τουρκία, διαμηνύει και εκ μέρους της Δύσης στον Ερντογάν ότι «το παρατράβηξες». Και διαβλέπει σε αυτό το θυμό της Δύσης μια νέα ευκαιρία. Όσο για τον Ερντογάν, καταλαβαίνει πολύ καλά πότε η ελληνική κυβέρνηση μιλάει με τις πλάτες και της Δύσης…
Αν όλα αυτά είναι σημάδια επιτάχυνσης εξελίξεων ευνοϊκών για τα ελληνικά συμφέροντα, θα φανεί οσονούπω…