Γράφει η Ευγενία Πομπόρτση
Μονόδρομος για τη δυνατότητα κυριαρχίας ενός λαού, ούτως ώστε να επιβάλει τη – μερική ή ολική – διαγραφή του τοκογλυφικού χρέους του, ήταν και παραμένει η αποκατάσταση και θωράκιση της εθνικής κυριαρχίας του από κάθε άποψη. Αυτό, συνοδευτικά, ήταν και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες των διεθνών τραπεζικών ιδρυμάτων και διεθνών τραπεζικών ωφελουμένων, των πολυεθνικών εταιρειών και φυσικά όλων εκείνων των χωρών που στηρίζουν την παντοκρατορία τους στη σκληρή, έντονη, σχετικά υπερβαίνουσα της εθνικής νομοθεσίας των όποιων άλλων χωρών θελήσουν να κυριαρχήσουν και ,εν τέλει, βιαίως σφετεριστούν τους οικονομικούς πόρους και τα προϊόντα τους.
Για να χτυπηθεί αυτό το λαϊκό αίτημα εμφανίστηκε το «κίνημα» των διεθνών ΜΚΟ που έναντι της διεκδίκησης της εθνικής κυριαρχίας και της διαγραφής του τοκογλυφικού χρέους, αντιπρότεινε τη δημιουργία μιας διεθνούς επιτροπής ελέγχου του δημόσιου χρέους που με την συγκατάθεση οφειλέτη και πιστωτή θα διερευνά και θα αποφασίζει ποιο μέρος του χρέους είναι «δίκαιο» για να το επωμιστεί ο λαός της χώρας που οφείλει. Αυτή η επιτροπή θα έχει το καθεστώς ενός ιδιότυπου δικαστηρίου της Χάγης και αν και οι αποφάσεις της μπορεί να μην είναι δεσμευτικές, όπως κανείς καταλαβαίνει, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά σε βάρος ενός λαού που διεκδικεί την παραγραφή, ακύρωση του χρέους, πέρα από αυτό που η επιτροπή θα κρίνει ως «άδικο». Εκ πρώτης ανάγνωσης, όμως, το αίτημα του λαού φαίνεται –αν όχι δίκαιο, τότε σίγουρα – λογικό, δεδομένης της έλλειψης ευθύνης του ιδίου ως οφειλέτη χρημάτων των δανείων. Συνεπώς, για ποιο λόγο αυτή η επιτροπή, η οποία έχει ως σκοπό σύστασής της την αμερόληπτη διακίνηση ελεγκτικής συμπεριφοράς στα προϊόντα του χρήματος, χρησιμοποιημένα ή μη προς την καλή και αρμόζουσα αναπτυξιακή πολιτική του κράτους άρα και τη φορολογική ελάφρυνση των πολιτών ως σύνολο, θα κρίνει, -όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό- μη-συμφέρον ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό όλο του χρεϊκού υπολοίπου; Τι ακριβώς θα προσπαθήσει να πετύχει με τη συνέχιση – όπως φαίνεται – πολιτικής δράσης και ενεργειών, μη συμφώνων με τα ανθρώπινα δικαιώματα, μη συμφώνων με τις συνταγματικές ταγές, οι οποίες είναι προφανώς πάγιες, μη συμφώνων με τη μαθηματική λογικοί; Πιθανόν, λοιπόν, και θα είναι όχι αδιάφθορες; Σίγουρα, όμως, με αυτόν τον τρόπο αναιρείται το μοναδικό όπλο που έχει ένας κυρίαρχος λαός για να αντιμετωπίσει τους διεθνείς τοκογλύφους: την ασυλία του κράτους του λόγω εθνικής κυριαρχίας.
Ποιο όμως τμήμα του χρέους είναι «δίκαιο» και ποιο «άδικο»; Από ποια σκοπιά και με ποια κριτήρια μπορεί να κριθεί κάτι τέτοιο; Οι ΜΚΟ προωθούν την ιδέα ότι «άδικο» χρέος είναι μόνο εκείνο που αποτελεί προϊόν ύποπτης συναλλαγής ανάμεσα σε κυβερνήσεις και δανειστές. Γι’ αυτό και ζητούν τον έλεγχο των δανειακών συμβάσεων, ώστε να διαπιστωθεί ποια είναι προϊόν ύποπτης συναλλαγής. Ως τυπικό παράδειγμα αναφέρεται αυτό που έκανε το Εκουαδόρ και ο πρόεδρος της Κορέας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά και σοβαρά ερωτηματικά. Φερ’ ειπείν, όταν σε μια χώρα, όπως το Εκουαδόρ, ο κύριος όγκος του χρέους του είναι μέσα από δανειακές συμβάσεις με τράπεζες, τότε ο έλεγχος μπορεί να γίνει εξετάζοντας μία-μία τις συμβάσεις και το πώς διατέθηκαν τα κονδύλια της συγκεκριμένης σύμβασης. Τι θα γίνει όμως αν το χρέος είναι σχεδόν στο σύνολό του ομόλογα που εκδίδονται, τοποθετούνται και διακινούνται ελεύθερα στη διεθνή αγορά (πρωτογενή και δευτερογενή), όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Ελλάδας; Τότε τι σημαίνει έλεγχος σ’ αυτή την περίπτωση; Είναι φανερώς αντιληπτό πως οι δυνάμεις τις αγοράς δεν επιτρέπουν μια σίγουρη και ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό* ή, τουλάχιστον, με τα μέσα που είναι διατεθειμένη κάποια χώρα να χρησιμοποιήσει για να παράξει τα συμπεράσματα αυτά, άρα και το κεφάλαιο που απαιτείται για να χρησιμοποιηθούν οι μηχανισμοί αυτοί, να λειτουργήσουν και να προσφέρουν γνώση. Οι ειδικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην περίπτωση δανεισμού μέσω δημοπρασίας ομολόγων, το μόνο που μπορεί να ελεγχθεί είναι το εάν έγινε σωστά και νόμιμα η δημοπρασία, εάν οι διαμεσολαβούσες τράπεζες αμείφθηκαν με μεσιτεία που δεν παραπέμπει σε ύποπτες συναλλαγές. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν «ανταλλάσσονται» μίζες και εξαγορές παράνομες με τα ομόλογα. Όμως οι μίζες και οι συναφείς παράνομες δραστηριότητες δίνονται μετά μέσω κυρίως της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων και spreads, με χειραγώγηση της αγοραπωλησίας των ομολόγων ή παραγώγων πάνω σ’ αυτά τα ομόλογα, κοκ, η οποία είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί διότι, όπως λένε οι επαΐοντες, η αγορά αυτή είναι τόσο διαφανής όσο ένα ποτήρι γάλα…
Επομένως όταν εμφανίζονται κάποιοι, δήθεν γνώστες και ειδικοί, στην Ελλάδα και μιλούν για έλεγχο των δανειακών συμβάσεων, αυτό που είναι πιθανό να συμβαίνει είναι δυο πράγματα: είτε πρόκειται για ανίδεους και άσχετους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν καριέρα πάνω στα σφάλματα των κυβερνώντων των πολιτών, είτε πρόκειται για σκοπιμότητα. Και μια από τις χροιές της σκοπιμότητας είναι απλή: να «σιγήσει» και να εξουδετερωθεί ο μεγαλύτερος όγκος του χρέους, διότι ο ενδεδειγμένος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί, όπως προαναφέραμε, τουλάχιστον με τον τρόπο που ισχυρίζεται η «διεθνής επιτροπή». Τι θα γίνει αν σε κάποια φάση η κυβέρνηση, δώσει στη δημοσιότητα τις συμβάσεις δανεισμού, που αφορούν μόλις το 0,5% του δημόσιου χρέους της χώρας και διορίσει μια επιτροπή σαν αυτήν που ζητάν οι διεθνείς ΜΚΟ; Ό,τι κι αν αποφανθεί αυτή η επιτροπή ,το συντριπτικό μέρος του χρέους – δηλαδή, τα ομόλογα – δεν μπορούν να ελεγχθούν και έτσι θα εξαγνιστούν για να εμφανιστούν ως «δίκαιη» οφειλή. Αρκεί να ανοίξουν όλοι οι δημόσιοι λογαριασμοί και όχι μόνο οι όποιες δανειακές συμβάσεις.
Όμως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι κύριοι αυτοί που προτείνουν τη «διεθνή επιτροπή» ξέρουν ή μπορούν να βρουν το ύποπτο ή παράνομο χρέος, πόσο από το χρέος μπορεί να πληρώσει ένας λαός; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν απαντά. Για παράδειγμα ας πούμε ότι το ύποπτο ή παράνομο χρέος είναι 50-60%, ποιος μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι το υπόλοιπο χρέος μπορεί να πληρωθεί από τους πολίτες; Και, φυσικά, επανέρχεται το ερώτημα-κόλαφος : Ποιους πολίτες; Όταν μια χώρα και ένας λαός έχει κυριολεκτικά λεηλατηθεί επί δεκαετίες και έχει οδηγηθεί στην χρεοκοπία, τι σημαίνει «δίκαιο» και τι «άδικο» χρέος όταν η μέση ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να επιβαρυνθεί με επιπλέον έξοδα; Μήπως οι ενέργειες αυτές γίνονται για να εξαναγκαστεί η χώρα και ο λαός της που δεν μπορεί να πληρώσει, να ξεπουληθεί όχι για όλο το χρέος αλλά μόνο για εκείνο το χρέος που είναι «δίκαιο»; Μήπως τέτοια περίπτωση είναι και η Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος, τουλάχιστον άνω του 90%, είναι συσσωρευμένοι τόκοι πάνω σε κεφαλαιοποιημένους τόκους παλιότερων δανείων. Με άλλα λόγια το χρέος της χώρας έχει δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο πληρώνοντας «πανωτόκια» πάνω σε «πανωτόκια». Ακόμη κι αν κάποιος θεωρήσει ότι τα αρχικά δάνεια – που έτσι ή αλλιώς έχουν ξεπληρωθεί έως σήμερα – ήταν «δίκαια», γιατί μια χώρα και ένας λαός να ξεπουλιέται για να πληρώνει πανωτόκια; “ Αυτό ακριβώς το ζήτημα, που δεν είναι μόνο πρόβλημα της υπερχρεωμένης Ελλάδας, ήρθε να αντιμετωπίσει η πρόταση του ΟΗΕ (Απρίλιος του 2010) που θεωρεί ως «απεχθές χρέος» όχι μόνο εκείνο που είναι προϊόν ύποπτης συναλλαγής, αλλά κάθε χρέος που για να πληρωθεί οδηγεί στην καταστρατήγηση, παραβίαση, ή και κατάργηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όταν λοιπόν μια χώρα αναγκάζεται να συνθλίψει τη δουλειά και τα εισοδήματα του λαού της, να περικόψει δραστικά δημόσιες και κοινωνικές παροχές και να ξεπουλήσει την περιουσία της και έτσι να θέσει την ασφάλεια, την ευνομία και την ομαλότητά της σε κίνδυνο, προκειμένου να πληρώσει τους δανειστές της, τότε το χρέος της θεωρείται «απεχθές» και οφείλει να αρνηθεί την πληρωμή του. Τάδε έφη ο ειδικός επιτετραμμένος για την μελέτη και αντιμετώπιση του χρέους σε εισήγησή του προς την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2010, η οποία κατά πλειοψηφία έγινε αποδεχτή από αυτό το διεθνές σώμα. Και είναι μάλλον περίεργο που όσοι σκίζονται για τον έλεγχο των δανειακών συμβάσεων στην Ελλάδα, δήθεν για να αποκαλύψουν το μέρος του χρέους που είναι «απεχθές», τους διαφεύγει ως δια μαγείας αυτή η σημαντική συμβολή του ΟΗΕ στην έννοια του «απεχθούς χρέους»”, σημειώνει ο Δημήτρης Καζάκης.
Βεβαίως, οι κυβερνητικοί παράγοντες σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί πως δρουν αυτοβούλως και αυτεξούσια. Συχνά βλέπουν τα φώτα της δημοσιότητας συνεργασίες τραπεζικών φορέων, νομικών εταιρειών και κυβερνήσεων, προς καλύτερη αντιμετώπιση των δημοσιονομικών θεμάτων. Για τα ελληνικά δεδομένα, μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή οπου μια ομάδα τραπεζιτών της Lazard, με επικεφαλή τον Pigasse, συμβούλευε την Ελλάδα το 2012 όταν η κυβέρνηση ολοκλήρωσε μια από τις μεγαλύτερες αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ιστορία, όχι μόνον τη δική της. Ο Francis Fitzherbert-Brockholes, ειδικός σε αναδιαρθρώσεις χρέους στο δικηγορικό γραφείο White & Case, σημειώνει ότι ορισμένες κυβερνήσεις προτιμούν τη Lazard έναντι άλλων τραπεζών, καθώς δεν έχει δραστηριότητα στη διαπραγμάτευση των κυβερνητικών ομολόγων και δύναται να είναι κατ’άτι «διαφανής» στις διαβουλεύσεις αναφορικά με τα δημοσιονομικά ζητήματα. Ένας από τους πρωταγωνιστές του βοηθητικού επενδυτικού τραπεζικού ιδρύματος που κλήθηκε για να συνεισφέρει, αποδοτικά όπως ελπίζεται και πιστεύεται, είναι ο Matthieu Pigasse. Αυτοχαρακτηρίζεται ως ένας σοσιαλιστής υπέρ των αγορών και οπαδός του συγκροτήματος «The Clash». Επίσης, «έχει συμμετάσχει σε ορισμένες από τις πιο σημαντικές αναδιαρθρώσεις κρατικού χρέους την τελευταία δεκαετία», αναφέρει η Deborah Zandstra, partner στο νομικό γραφείο Clifford Chance LLP. «Ο διορισμός του από την ελληνική κυβέρνηση είναι ένα θετικό βήμα», προσθέτει, όπως αναφέρει το πρακτορείο ειδήσεων.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλική τηλεόραση πρόσφατα – πριν τον διορισμό της Lazard στην Ελλάδα, προφανώς – ο Pigasse δήλωσε ότι είναι «απολύτως απαραίτητο» να μειωθεί στο μισό το ελληνικό χρέος που βρίσκεται στον επίσημο τομέα, κάτι που θα αντιπροσώπευε μία μείωση της τάξης των 100 δισ. ευρώ. Επιπλέον, Fitzherbert-Brockholes σημειώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους είναι σε δημόσιους φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Αυτό που είναι διαφορετικό στην ελληνική κατάσταση είναι ότι ένα τόσο μεγάλο μέρος του κυβερνητικού χρέους είναι στα χέρια του επίσημου τομέα πλέον. Αυτό προσθέτει μια καθαρά πολιτική διάσταση στο όλο θέμα».Στη θέση λοιπόν του αιτήματος για διεθνή επιτροπή ελέγχου του δημόσιου χρέους, πρέπει να μπει το βαθιά δημοκρατικό και λαϊκό αίτημα για άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών ώστε να δούμε που και πώς προέκυψαν οι δανειακές ανάγκες του κράτους και προς όφελος τίνος δαπανήθηκαν τα κονδύλια του δημόσιου ταμείου (τακτικά και δανειακά).
Μόνο έτσι μπορούν να ελεγχθούν οι κινήσεις των δανεισμένων χρημάτων, το αν και κατά πόσο, δηλαδή, το μέρος των φανερών δαπανών 1. πράγματι είναι αυτό που – με τόσες προσπάθειες –φαίνεται, και 2. Εάν ανήκει στο μέρισμα εκείνο που προβλεπόταν ή έχουν πραγματοποιηθεί ύποπτες δραστηριότητες και κινήσεις άλλες.
Ο έλεγχος αυτός μπορεί να γίνει μόνο όταν οι δημόσιοι λογαριασμοί γίνουν πραγματικά δημόσιοι, δηλαδή προσβάσιμοι και ελέγξιμοι από όλους του πολίτες και όχι μόνο από επιλεγμένους «ειδικούς», υπό την άμεση εποπτεία του κοινοβουλίου. Φυσικά, ύστερα από τον αναγκαίο δημοσιονομικό έλεγχο – με αναδρομική ισχύ – όποιος βρεθεί ότι εμπλέκεται σε διάσπαση του έπειτα από δανεισμό δημόσιου χρήματος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πολιτικός, κόμμα ή εταιρεία, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και να κατασχεθεί η περιουσία του στο σύνολο της ως ελάχιστη αποζημίωση για τις πράξεις του; Αν όχι, ποια άλλη μορφή δικαιοσύνης θα πρέπει να αντιμετωπίσει; Και είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να του καταλογιστούν κυρώσεις, ιδίως στο Ελληνικό κράτος, διότι πέραν του ότι θέσπισε τις δημοκρατικές αρχές και αξίες στη νόηση των πολιτισμών της υφηλίου, οφείλει να τις υπακούει έτει περισσότερο* προφανώς, η μία από τις βασικές αρχές είναι η καθαρή, απρόσκοπτη και αμερόληπτη εφαρμογή του δικαίου.
Προτείνουμε μια λύση η οποία μπορεί να εφαρμοστεί στο ισχύον οικονομικό πλαίσιο μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, συνετή, προοδευτική αλλά, ταυτόχρονα, υπάκουη στις πειθαρχημένες συντηρητικές αντιλήψεις, διότι αυτές εγγυώνται καλύτερα την ορθότερη και ομαλότερη εφαρμογή της. Εξ’άλλου οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση απλώς υποδεικνύει το δημοκρατικό έλλειμμα, εγείροντας τυχόν «λήμματα» ακαδημαϊκής σκέψης* μα, δεν το θέλει αυτό κανείς, έτσι δεν είναι; Άρα, υπάρχει συμφωνημένο πλαίσιο διαχείρισης του ελληνικού χρέους βάσει του τρέχοντος προγράμματος και δεν έχει υπάρξει καμμία συζήτηση με τις ελληνικές αρχές περί αλλαγής αυτού του πλαισίου έως τώρα. Εάν, επομένως, συμφωνηθεί διαβούλευση των ανωτάτων αξιωματούχων και των ανωτάτων στελεχών της Ελληνικής κυβέρνησης περί των όρων του τρέχοντος οικονομικού προγράμματος, τότε θα πραγματοποιείτο σειρά μεταρρυθμίσεων και αληθινής ανάπτυξης, αφού μια παράταση του προγράμματος θα έδινε στην Αθήνα και στους δανειστές νέα συμφωνία. Στο υφεσιακό ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου η λιτότητα είναι γενικός κανόνας και δεν υπάρχει μια Κεντρική Τράπεζα να τείνει χείρα βοηθείας, καμμία ελπίδα δεν υπάρχει να γίνει ανάκαμψη συλλογικά. Γι’αυτούς τους λόγους, προτείνουμε επιμήκυνση αποπληρωμών με παράλληλη μείωση επιτοκίου εστί «κούρεμα» χρέους. Βέβαια, αυτό το γνωρίζει όποιος έχει δανείσει ή δανειστεί. Όσοι λοιπόν προμηνύουν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη κουρέματος χρέους διότι θα γίνει επιμήκυνση με παράλληλη μείωση επιτοκίου, είτε είναι αδαείς είτε προσπαθούν, άλλη μια φορά, να παραπλανήσουν. Με άλλα λόγια, η συμφέρουσα λύση είναι συνδυαστική. Και αυτό επαληθεύεται πρακτικά, λογικά, οικονομικά και αναλύοντας ερμηνευτικά τις εννοιολογικές συνιστώσες. Και φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη βασική ανάγκη ενός επίσημα χρεωκοπημένου κράτους, τις επενδύσεις με πρώτιστο σκοπό την ανάπτυξη και επακόλουθο τη ρευστότητα. Όπως έχω ήδη τοποθετηθεί, αναφορικά με την Ευρώπη ‘δύο ταχυτήτων’ και τη συγκέντρωση κεφαλαίου άρα και δύναμης στο κεντρικό και βόρειο κομμάτι της, πρέπει να επιτευχθεί μια κινητοποίηση των πλεοναζουσών κεφαλαιουχικών μονάδων στις αδύναμες – νότιες χώρες. Δημόσιο χρέος με εγχώρια, άρα και εθνική, αντιμετώπιση. Τέλος. Τραπεζική πίστη, που αν και ανύπαρκτη λόγω του συνεχούς αρνητικού ενεργητικού παρά των κεφαλαίων που ήδη έχουν ληφθεί από Έλληνες και Ευρωπαίους φορολογούμενους, είναι αναγκαία για τη φερεγγυότητα των δανείων και των επιτοκίων τους, αλλά και των παρελκόμενων τοκοχρεωλυσίων. Πρέπει να περάσουμε στην έκδοση δύο νέων και τελειωτικών τύπων ομολόγων με πρώτο τύπο, τα ομόλογα που είναι συνδεδεμένα με την οικονομική ανάπτυξη, τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα ευρωπαϊκά δάνεια διάσωσης, και με δεύτερο τύπο, τα λεγόμενα «αιώνια ομόλογα – perpetual bonds»,τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα ομόλογα που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ.
Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, μια πρόταση περί «διεθνούς επιτροπής ελέγχου του δημόσιου χρέους» αναθέτει πάλι σε κάποιους άλλους, ειδικούς ή μη, το ζήτημα που πρέπει να λύσει ο ίδιος λαός, διεκδικώντας και κατακτώντας επιτέλους τη δημοκρατία στην ελληνική επικράτεια. Και η δημοκρατία θεμελιώνεται σε δυο βασικές αρχές: στη λαϊκή κυριαρχία και στην εθνική ανεξαρτησία. Αρχές που είναι αδύνατον να συνυπάρξουν με το επαχθές και απεχθές δημόσιο χρέος της χώρας και το καθεστώς υποδούλωσης και κατοχής –δυστυχώς- που έχουν επιβάλει οι δυνάμεις των τόσο μονόπλευρων, άρα και τεκμηριωμένα αδίκων, δανειακών συμβάσεων, το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΤ.