Εδώ και χιλιετίες, οι αγορές δεν έχουν ανθίσει χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Αν δεν υπήρχαν κανονισμοί και κυβερνητική υποστήριξη, οι Άγγλοι υφαντές του 19ου αιώνα και οι Πορτογάλοι οινοποιοί ― που ο Ντέιβιντ Ρικάρντο έκανε διάσημους με την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος ― δεν θα είχαν καταφέρει ποτέ να κατακτήσουν το επίπεδο που ήταν αναγκαίο για να προωθήσουν το διεθνές εμπόριο. Δικαίως, οι περισσότεροι οικονομολόγοι τονίζουν τον ρόλο που έχει το κράτος στο να παρέχει δημόσια αγαθά και στο να διορθώνει τις αποτυχίες των αγορών. Συχνά όμως αγνοούν το πως δημιουργήθηκαν αρχικά οι αγορές. Το αόρατο χέρι της αγοράς εξαρτιόταν από το, πιο βαρύ, χέρι του κράτους.
Ένα κράτος χρειάζεται κάτι απλό για να αποδώσει στους πολλαπλούς ρόλους του: έσοδα. Χρειάζονται χρήματα για να χτιστούν δρόμοι και λιμάνια, για να παρέχει εκπαίδευση στους νέους και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους αρρώστους, για να χρηματοδοτήσει βασικές έρευνες, την πηγή της προόδου, αλλά και για να στελεχώσει τις γραφειοκρατικές υπηρεσίες που κρατούν σε λειτουργία τις κοινωνίες και τις οικονομίες. Καμία επιτυχημένη αγορά δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη στήριξη ενός κραταιού, λειτουργικού κράτους.
Η απλή, αυτή αλήθεια έχει ξεχαστεί στις μέρες μας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις τελευταίες δεκαετίες τα φορολογικά έσοδα που έχουν αποδοθεί σε όλους τους κυβερνητικούς φορείς συρρικνώθηκαν σχεδόν 4% επί του εθνικού εισοδήματος, από 32% το 1999 σε περίπου 28% σήμερα· για τη σύγχρονη ιστορία, η συρρίκνωση αυτή είναι ένα μοναδικό γεγονός μεταξύ των πλούσιων εθνών. Οι άμεσες συνέπειες αυτής της αλλαγής είναι ξεκάθαρες: καταρρέουσες υποδομές, αργός ρυθμός καινοτομίας, φθίνων ρυθμός ανάπτυξης, άνθιση της ανισότητας, μικρότερο προσδόκιμο ζωής και μια αίσθηση απελπισίας σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Οι συνέπειες αυτές, αθροιστικά, γίνονται κάτι πολύ μεγαλύτερο: η απειλή της βιωσιμότητας της δημοκρατίας και της παγκόσμιας οικονομίας αγορών.
Η πτώση στο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος της κυβέρνησης είναι εν μέρει το αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι νομοθέτες στην Ουάσιγκτον (και σε λιγότερο βαθμό και σε άλλες χώρες της Δύσης) ενστερνίστηκαν μια μορφή φονταμενταλισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι φόροι αποτελούν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα η αύξηση του διεθνούς φορολογικού ανταγωνισμού και η ανάπτυξη της βιομηχανίας της φοροδιαφυγής έχουν αυξήσει την πρόσθετη κάθετη πίεση στα έσοδα. Σήμερα, οι πολυεθνικές μεταφέρουν ποσοστό κοντά στο 40% από τα κέρδη τους σε χώρες του κόσμου με χαμηλή φορολογία. Για περισσότερο από είκοσι χρόνια, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μπραντ Σέτσερ, οι εταιρείες στις ΗΠΑ δηλώνουν αύξηση των κερδών μόνο σε έναν μικρό αριθμό περιοχών με χαμηλή φορολογία. Τα δηλωμένα κέρδη στις περισσότερες από τις μεγάλες αγορές δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά, κάτι που μαρτυρά το πόσο έξυπνα αυτές οι εταιρείες μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους για να αποφύγουν τους φόρους. Για παράδειγμα, η Apple έχει επιδείξει τόση εφευρετικότητα στη φοροδιαφυγή, όσο και στην κατασκευή ηλεκτρονικών συσκευών και λογισμικού· ο τεχνολογικός γίγαντας στην Ιρλανδία εδώ και μερικά χρόνια έχει πληρώσει ένα μικροσκοπικό ποσοστό φόρου, μόλις 0,005%.
Όμως, δεν είναι μόνο οι εταιρείες που εμπλέκονται στη φοροδιαφυγή. Ανάμεσα στους πιο πλούσιους, η φοροδιαφυγή είναι σαν ένα ανταγωνιστικό άθλημα. Εκτιμάται πως ένα 8% του οικονομικού πλούτου κάποιων νοικοκυριών του κόσμου κρύβεται μέσα σε φορολογικούς παράδεισους. Περιοχές όπως οι Νήσοι Κέιμαν, ο Παναμάς και η Ελβετία έχουν δομήσει τις οικονομίες τους πάνω στην ιδέα του να βοηθήσουν τα πλούσια άτομα στον κόσμο να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από τις κατά τόπους κυβερνήσεις τους. Ακόμα και σε μέρη που δεν εμφανίζονται στις διεθνείς λίστες παρακολούθησης (συμπεριλαμβανομένων πολιτειών της ΗΠΑ, όπως το Ντέλαγουερ, η Φλόριντα και η Νεβάδα). Η τραπεζική και εταιρική μυστικότητα δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους και εταιρείες να διαφεύγουν από φόρους, κανονισμούς και ευθύνες προς το δημόσιο.
Εφόσον αυτές οι εξελίξεις μένουν ανεξέλεγκτες, ο πλούτος θα συγκεντρώνεται σε έναν όλο και μικρότερο αριθμό ατόμων, ενώ παράλληλα θα υπονομεύονται οι κρατικοί θεσμοί που παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα όλων αυτών δε θα είναι μόνο η αύξηση της ανισότητας μέσα στις κοινωνίες, αλλά και μια κρίση και κατάρρευση της βασικής δομής του καπιταλισμού, της ικανότητας των αγορών να λειτουργούν και να διανέμουν ευρέως τα προνόμιά τους.
Ένας κόσμος φτιαγμένος για πλουτοκράτες
Η επισφαλής κατάσταση των πραγμάτων σήμερα απορρέει από τις επιλογές των πολιτικών που έχουν επιτρέψει στην ελίτ να περιορίσουν το άγγιγμα των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς τους να φορολογούν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις έχει παίξει τον ρόλο του φύλακα των πλουτοκρατικών προνομίων, με το να εκδίδει νομικά αμφιλεγόμενα βουλεύματα ενάντια στον άμεσο φόρο εισοδήματος το 1895 και των New Deal πολιτικών του 1930. Σε κρατικό επίπεδο, η έμφαση στους φόρους επί των πωλήσεων αντί των φόρων ιδιοκτησίας έριξε δυσανάλογα το βάρος στους φτωχούς και τους έγχρωμους, προστατεύοντας παράλληλα τα πιο πλούσια νοικοκυριά των λευκών. Παρόλα αυτά οι ΗΠΑ εφάρμοσαν επιτυχημένα ένα από τα πιο προοδευτικά συστήματα φορολόγησης, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τα τέλη του 1970. Σύστημα που η κυβέρνηση Ρίγκαν άλλαξε ραγδαία τη δεκαετία του 1980.
Η κυβέρνηση Μπους ξεκίνησε πόλεμο το 2009 και την ίδια ώρα χαμήλωνε την φορολογία στους πλούσιους. Το 2017 η κυβέρνηση Τραμπ συνέχισε αυτή την τάση, όχι μόνο μειώνοντας την φορολογία, αλλά και δημιουργώντας ζώνες ευκαιρίας που επέτρεπαν στους πλούσιους να αποφεύγουν τη φορολογία επενδύοντας σε φτωχές γειτονιές. Οι κτηματομεσίτες χρησιμοποίησαν αυτά τα οικονομικά κίνητρα για να φτιάξουν πολυτελή διαμερίσματα και στούντιο γιόγκα σε εύπορες κοινότητες δίπλα ή και μέσα στις ζώνες ευκαιρίας.
Τα παραθυράκια του νόμου έχουν αυξηθεί τόσο τα τελευταία σαράντα έτη, που κάποιες εταιρείες καταφέρνουν να μην πληρώνουν καθόλου φόρους. Αυτό δε συμβαίνει μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο ακολουθούν όλο και λιγότερο προοδευτικά φορολογικά συστήματα. Το παγκόσμιο μέσο εταιρικό ποσοστό φορολογίας εισοδήματος έπεσε από 49% το 1985, σε 24% το 2018. Το προηγούμενο έτος πάνω από 650 δισεκατομμύρια δολάρια εταιρικών κερδών βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους, σε Βερμούδες, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Σιγκαπούρη και σε κάποια νησιά της Καραϊβικής.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σύστημα το οποίο ορίζει τη φορολόγηση των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται μεταξύ συγκεκριμένων τμημάτων πολυεθνικών. Αποφάσεις για το που θα καταγραφούν τα έσοδα είναι στη διακριτική ευχέρεια των εταιρειών και παρόλο που έχουν υπάρξει απόπειρες αλλαγής, τα εταιρικά συμφέροντα νίκησαν, αυξάνοντας τον αριθμό των κερδών που διαφεύγουν προς φορολογικούς παραδείσους.
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση φοροδιαφυγής είναι στον τομέα της τεχνολογίας. Οι πιο πλούσιες εταιρείες του κόσμου, με ιδιοκτήτες τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου, δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους. Για να αλλάξει αυτό χρειάζεται μια νέα παγκόσμια συμφωνία που να περιλαμβάνει επίσης εταιρείες οικονομικών υπηρεσιών, φαρμακευτικές εταιρείες και κατασκευαστικές βιομηχανίες.
Πως οι πλούσιοι γίνονται ακόμα πλουσιότεροι
Πολλοί νομοθέτες, οικονομολόγοι, εταιρικοί μεγιστάνες και τεράστιες προσωπικότητες στα οικονομικά επιμένουν πως οι φόροι έρχονται σε αντίθεση με την ανάπτυξη. Οι πολέμιοι των φοροαυξήσεων υποστηρίζουν ότι αν η κυβέρνηση αντλεί τα χρήματά τους, τότε θα επενδύουν λιγότερο. Σε αυτή την οπτική οι εταιρικές επενδύσεις θεωρούνται ως η μηχανή της ανάπτυξης: η επέκταση των επιχειρήσεων ανοίγει θέσεις εργασίας και ανεβάζει τους μισθούς, το ανώτατο προνόμιο για τους εργάτες. Στην πραγματική ζωή όμως δεν έχει παρατηρηθεί κάποια τέτοια συσχέτιση και μάλιστα το 2017 στις ΗΠΑ συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Η μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου έχει μόνο ένα αποτέλεσμα: οι πλούσιοι, που το κύριο εισόδημά τους προέρχεται από ήδη υπάρχον κεφάλαιο, καταφέρνουν να συγκεντρώσουν ακόμα περισσότερο πλούτο. Από το 1980 ότι έχει χάσει το 90% των ανθρώπων, το έχει κερδίσει το 1% που βρίσκεται στην κορυφή.
Η συνεχής αύξηση της ανισότητας κάνει κακό στην οικονομία. Πρώτον, η ανισότητα αποδυναμώνει τη ζήτηση, αφού το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν έχει αρκετά λεφτά για να ξοδέψει και οι πλούσιοι κρατάνε κλειστά τα δικά τους. Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται και η οικονομική ανισότητα περνάει από γενιά σε γενιά, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.
Επιπλέον, η ανισότητα διαταράσσει τη δημοκρατία. Οι πλούσιοι, ειδικά στις ΗΠΑ έχουν χρήματα για εκλογικές καμπάνιες, νικούν στις εκλογικές διαμάχες και έχουν λόγο για τις πολιτικές αποφάσεις. Αποφάσεις οι οποίες φροντίζουν να εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα.
Αναγκάστε τους να πληρώσουν
Το μόνο που μπορεί να σώσει τις πλούσιες δημοκρατίες και οικονομίες από τους κινδύνους της ανισότητας είναι ένα τολμηρό νέο καθεστώς εσωτερικής και διεθνούς φορολογίας. Και φυσικά να φροντίσουν να εφαρμοστεί και να υποχρεώσουν την πλουτοκρατία να πληρώσει αυτό που της αναλογεί. Στις σύγχρονες οικονομίες, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επενδύσουν στη βασική έρευνα και την εκπαίδευση, αλλά και σε ακριβές κρατικές υποδομές. Ακόμα θα πρέπει να επενδύσουν στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στη γηριατρική φροντίδα. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή και να βοηθήσουν τους πολίτες να συμβαδίσουν με τις αλλαγές στην οικονομία.
Αναζωογονώντας την οικονομία
Τα τεράστια αυτά προβλήματα έχουν δημιουργήσει ζήτηση για εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Όσο οι νεότεροι ψηφοφόροι τείνουν προς την αριστερά, η καθυστέρηση μιας λεπτομερούς επιθεώρησης του τωρινού φορολογικού καθεστώτος και η συνέχιση της αποστέρησης των εσόδων από το κράτος μπορεί να επιφέρουν αλλαγές πολιτικών, πολύ πιο ριζικές από αυτές που περιγράφηκαν εδώ. Μια ακόμα πιο ανατριχιαστική απειλή μπορεί να προέλθει από τη δεξιά: η ιστορία έχει δείξει πως απολυταρχικοί και εθνικιστές βρίσκουν πάντα τον τρόπο για να στρέψουν τον θυμό των πολιτών για την ανισότητα και να τον εκμεταλλευτούν για τους δικούς τους σκοπούς.
Φθείροντας το κράτος, ο καπιταλισμός φθείρει την ίδια του την ύπαρξη. Εδώ και αιώνες, οι αγορές βασίζονταν σε κραταιά κράτη για να εγγυηθούν την ασφάλεια, να σταθεροποιήσουν νομίσματα, να χτίσουν και να διατηρήσουν υποδομές και να διώξουν ποινικώς τα άτομα που αποκτούν τον πλούτο τους με το να εκμεταλλεύονται άλλα άτομα. Τα κράτη είναι η βάση για υγιής, μορφωμένους πληθυσμούς που μπορούν να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν στην επιτυχημένη άνθιση των αγορών. Τα κράτη επιτρέπεται να μπορούν να συλλέξουν το κομμάτι των φόρων που τους αναλογεί, χωρίς αυτό να σημαίνει την απαρχή μιας δυστοπικής εποχής καταπιεστικής διακυβέρνησης. Αντιθέτως, η ενδυνάμωση του κράτους θα γυρίσει τον καπιταλισμό σε ένα καλύτερο μονοπάτι, προς ένα μέλλον στο οποίο οι αγορές θα λειτουργούν προς το συμφέρον των κοινωνιών που τις έχουν γεννήσει και στις οποίες τα προνόμια της οικονομικής δραστηριότητας δεν θα είναι περιορισμένα σε μία συνεχώς εξαφανιζόμενη, μικρή ελίτ.
Απόδοση από άρθρο των Joseph E. Stiglitz, Todd N. Tucker, and Gabriel Zucman για το www.foreignaffairs.com