Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πριν λίγες ημέρες την πρόταση της για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τους κανόνες που θα διέπουν τα πλαίσια άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής. Επιθυμία της Ε.Ε. είναι οι νέοι κανόνες να τεθούν σε ισχύ από την 01.01.2024 υπό την προϋπόθεση της πρότερης συμφωνίας των κρατών – μελών της.
Άρθρο της ιστοσελίδας kreport.gr
Η πρόταση της Ε.Ε. περιέχει θετικά σημεία, παρέχει μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας ωστόσο, όπως λέει μια παροιμιώδης έκφραση, ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, που σημαίνει ότι είναι αρκετά τα ζητήματα που οφείλουν να συζητηθούν και να διευκρινιστούν. Παράλληλα, η πρόταση προσθέτει νέες, αυξημένες υποχρεώσεις στα κράτη – μέλη, ενισχύοντας τη σημασία της κατάλληλης και αναλυτικής προετοιμασίας για τον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα βασικά σημεία της πρότασης είναι:
α) Η διατήρηση των στόχων του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους στο 3% και στο 60% αντίστοιχα, καθώς αποτελούν μέρη των ευρωπαϊκών συνθηκών.
β) Η διεύρυνση της στοχοθεσίας της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς πέραν της βιωσιμότητας του ΔΧ ενσωματώνονται ως στόχοι η βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.
γ) Η ουσιαστική κατάργηση του στόχου της ετήσιας μείωσης του δημοσίου χρέους κατά 1/20 για τα υπερχρεωμένα κράτη.
δ) Η υιοθέτηση της ιδέας του εξειδικευμένου (tailor made) στόχου μείωσης για κάθε κράτος – μέλος προς αντικατάσταση των γενικών κανόνων συμμόρφωσης, που θα οδηγούν αφενός στη μείωση του δημοσίου χρέους, αφετέρου θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις διατήρησης του ετήσιου ελλείμματος κάτω από το 3% για τα επόμενα δέκα έτη.
ε) Η ενδυνάμωση των διαδικασιών διαβούλευσης με το κάθε μέλος ως προϋπόθεση για την κατάρτιση και παρακολούθηση του εξειδικευμένου δημοσιονομικού μονοπατιού.
στ) Η απλοποίηση του συστήματος παρακολούθησης της εκπλήρωσης του εκάστοτε ετήσιου στόχου ελλείμματος και διαμόρφωσης του δημοσίου χρέους. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της μεθοδολογίας των καθαρών πρωτογενών δαπανών (net primary expenditures), αποσκοπώντας στην ενίσχυση του αντικυκλικού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Όσον αφορά τη διαμόρφωση του ετήσιου στόχου μείωσης του δημοσίου χρέους, κάθε χώρα – μέλος μετά από διαβούλευση με την Ε.Ε. θα καταλήγει στην κατάρτιση ενός τετραετούς (μεσοπρόθεσμου) δημοσιονομικού – διαρθρωτικού πλάνου. Σε αυτό το τετραετές πλάνο, πέραν των ετήσιων στόχων και της μεσοσταθμικής τήρησης του κανόνα ελλείμματος στο 3%, θα εμπεριέχονται τόσο ο τελικός στόχος διαμόρφωσης του δημοσίου χρέους όσο και τα ανώτατα όρια δημοσίων δαπανών.
Σύμφωνα με το σχέδιο θα δίνεται η δυνατότητα αλλαγής των ετήσιων και των τελικών στόχων μέσω της κατάθεσης αιτήματος παράτασης της περιόδου προσαρμογής κατά μια τριετία. Προϋπόθεση για την αποδοχή του αιτήματος θα είναι η κατάθεση ενός αναλυτικού πλάνου μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των συμφωνημένων στόχων. Στην κατατεθειμένη πρόταση δεν αναφέρεται αν ο ετήσιος στόχος μείωσης του δημοσίου χρέους θα ορίζεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ ή ποσοτικός όπως ισχύει έως σήμερα (1/20).
Να επισημανθεί πως, παρά το γεγονός ότι δεν προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία στην περίπτωση ετήσιας απόκλισης από τον κανόνα του ελλείμματος, το γεγονός της μεσοσταθμικής εξέτασης στον συνολικό ορίζοντα προσαρμογής (τέσσερα χρόνια) δίνει τη δυνατότητα διόρθωσης και αντιστάθμισης ενδεχόμενης απόκλισης τα επόμενα έτη ως το τέλος της τετραετίας. Πρακτικά, αυτή η πρόνοια δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
Σημειωτέον, για την ισχύ του κοινού μεσοπρόθεσμου πλάνου προσαρμογής μεταξύ κάθε κράτους – μέλους και της Ε.Ε. είναι απαραίτητη προϋπόθεση η σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου. Μάλιστα το Συμβούλιο διατηρεί το δικαίωμα απόρριψής του και απαίτησης κατάθεσης εναλλακτικού σχεδίου από τις χώρες – μέλη.
Τα παραπάνω σημεία εγείρουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, που θα αποτελέσουν αντικείμενα συζήτησης και διαπραγμάτευσης σε κορυφαίο πολιτικό επίπεδο. Το κυριότερο αυτών είναι το έλλειμμα συσχέτισης του προγράμματος προσαρμογής με τον πολιτικό κύκλο.
Η δέσμευση επίτευξης των καθορισμένων στόχων για μια τετραετία ενδέχεται να ξεπερνάει την συνταγματικά προβλεπόμενη θητεία της εκάστοτε κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό καθιστά την αποστολή των αντιπολιτευόμενων κομμάτων στην περίπτωση ανάληψης της εξουσίας, ιδιαίτερα δύσκολη καθώς η Ε.Ε. και το Συμβούλιο θα πρέπει να συμφωνήσουν τόσο στην αναθεώρηση των ποσοτικών στόχων όσο και στην εναλλακτική μεθοδολογία επίτευξης. Επομένως η ανάγκη συμπερίληψης του πολιτικού κύκλου είναι απαραίτητη προκειμένου η πρόταση της Ε.Ε. να αποκτήσει την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση από το σύνολο των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως η πρόταση της Ε.Ε. επιχειρεί να απαντήσει στο ζήτημα της «υιοθεσίας» των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε τεθεί εντόνως την εποχή των μνημονίων. Η κατάρτιση ενός εθνικού προγράμματος με τη σύμφωνη γνώμη της εκάστοτε κυβέρνησης είναι μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο γίνεται αντιληπτή η ανάγκη της κατάλληλης και λεπτομερούς προετοιμασίας του συνόλου των κομμάτων που επιδιώκουν την εκλογική νίκη.
Την ίδια στιγμή ένα σημείο που ενδέχεται να προκαλέσει αντιδράσεις από τις ισχυρές χώρες του Βορρά είναι η ισχυροποίηση του πολιτικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις διαδικασίες ελέγχου και εποπτείας. Σύμφωνα με την πρόταση παύουν οι γενικοί τυποποιημένοι κανόνες συμμόρφωσης και θα ισχύουν εξειδικευμένα κοινής αποδοχής προγράμματα προσαρμογής με τις εκάστοτε χώρες.
Πέραν των ανωτέρων κρίσιμων θεμάτων, οφείλουμε να καταγράψουμε και τα αδύναμα σημεία της πρότασης της Επιτροπής:
-Πρώτο σημείο, δεν υπάρχει πρόνοια για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής οικονομίας ως μια ενιαία οντότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζουν κοινά εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων και των συνεπειών των αρνητικών εξωτερικοτήτων ελλιπούς ζήτησης.
Πρακτικά αναφερόμαστε στις περιπτώσεις όπου οι ευρωπαϊκές πλεονασματικές χώρες προχωρούν σε σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής τους οδηγώντας τις πιο αδύναμες οικονομίες σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Κάτι το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ωθώντας σε βαθύτερη ύφεση τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
-Δεύτερο σημείο είναι πως δεν προβλέπονται αυτόματοι δημοσιονομικοί σταθεροποιητές, που θα ενεργοποιούνταν σε έκτακτες συνθήκες και κρίσεις. Παράδειγμα, σήμερα βιώνουμε την ενεργειακή – πληθωριστική κρίση και την εμφανή αδυναμία της Ευρώπης να προχωρήσει σε κοινές και αποτελεσματικές λύσεις για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
-Τρίτο σημείο αδυναμίας, η μη υιοθέτηση του «χρυσού κανόνα» της εξαίρεσης δημόσιων επενδύσεων για την κλιματική αλλαγή, την παιδεία, την ασφάλεια κ.α. Όπως επίσης και η ασάφεια σχετικά με την προσθήκη ή μη στον ετήσιο υπολογισμό του ελλείμματος, δημοσίων δαπανών που συνδυάζονται με την κοινοτική συνδρομή για την πολιτική συνοχής, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλες κοινές πρωτοβουλίες.
Όσον αφορά την Ελλάδα, το προτεινόμενο πλαίσιο δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ως προς το βαθμό άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο θα πρέπει να διεκδικηθεί, επιπροσθέτως όσων αναφέρονται παραπάνω, η εξαίρεση των δαπανών για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών (που σήμερα ισχύει αλλά δεν εμπεριέχεται στην πρόταση της Ε.Ε.), για τη φύλαξη των κοινοτικών συνόρων, την αντιμετώπιση των συνεπειών των φυσικών καταστροφών καθώς και των κοινωνικών δαπανών για την απασχόληση/ ανεργία (πέραν των αντίστοιχων επιδομάτων που ήδη δίνονται).
Στο επίπεδο των ποσοτικών στόχων περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο να ζητηθεί από τη χώρα η επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος στα όρια του 2% / έτος σε μεσομακροπρόθεσμη βάση. Η σταθερή επίτευξη ενός ιδιαίτερα απαιτητικού στόχου καθιστά αναγκαία μεταξύ άλλων α) τον ποιοτικό και εξωστρεφή μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου, β) τη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης σε υψηλά επίπεδα, γ) την πολλαπλασιαστική απορρόφηση του συνόλου των ευρωπαϊκών κονδυλίων, δ) την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα αντιμετωπίζουν τις ιστορικές εκκρεμότητες (όπως για παράδειγμα η δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση) διατηρώντας και βελτιώνοντας παράλληλα τα επίπεδα της κοινωνικής συνοχής.