Στη σημερινή εποχή, μεγάλο τμήμα της γνώσης μας βρίσκεται αποθηκευμένο σε servers και σκληρούς δίσκους, οι οποίοι θα είναι δύσκολο να επιβιώσουν σε διάστημα 50 ετών, όχι χιλιετιών.
Έτσι, λοιπόν, οι ερευνητές σε μια προσπάθειά τους να βρουν νέους τρόπους αποθήκευσης μεγάλων όγκων δεδομένων μακροπρόθεσμα, κατάλαβαν πως ο πιο πολλά υποσχόμενος είναι η αξιοποίηση του DNA ως αποθηκευτικού μέσου.
Ο λόγος; Είναι απλό. Το DNA μπορεί να αποθηκεύσει τεράστιους όγκους πληροφορίας με «συμπαγή» τρόπο, ωστόσο η ανάκτησή τους δεν είναι πάντα αυτή που θα έπρεπε να είναι, καθώς εμφανίζονται λάθη, κενά και άλλα προβλήματα λόγω της χημικής υποβάθμισης και λαθών στην αλληλουχία DNA.
Επιστήμονες υπό τον Ρόμπερτ Γκρας, λέκτορα στο ETH Zurich, αποκάλυψαν πώς μπορεί να επιτευχθεί μακροπρόθεσμη, χωρίς λάθη αποθήκευση πληροφοριών, πιθανώς για πάνω από ένα εκατομμύριο χρόνια, εγκιβωτίζοντας κομμάτια DNA με πληροφορίες σε διοξείδιο του πυριτίου και χρησιμοποιώντας έναν αλγόριθμο για τη διόρθωση λαθών στα δεδομένα.
Μακροπρόθεσμα, το DNA μπορεί να αλλάξει σημαντικά καθώς αντιδρά χημικά με το περιβάλλον, κάτι που αποτελεί πρόβλημα για την αποθήκευση σε βάθος χρόνου.
Ωστόσο, γενετικό υλικό που έχει βρεθεί σε απολιθωμένα οστά ηλικίας εκατοντάδων χιλιάδων ετών μπορεί να απομονωθεί και να αναλυθεί, καθώς έχει εγκιβωτιστεί και προστατευτεί.
Η πληροφορία που έχει αποθηκευτεί/κωδικοποιηθεί σε DNA μπορεί να επιβιώσει για πάνω από ένα εκατ. χρόνια, τη στιγμή που τα δεδομένα σε μικροφίλμ μπορούν να διατηρηθούν για περίπου 500.
Ωστόσο, δεν αρκεί να μπορεί να αποθηκευτεί η πληροφορία- πρέπει να είναι δυνατή η ανάγνωσή της και χωρίς λάθη. Χάρη σε σημαντικά τεχνολογικά επιτεύγματα στο DNA sequencing, η ανάγνωση αυτή είναι επιτεύξιμη σε λογικό κόστος, και αναμένεται να γίνει ακόμα περισσότερο οικονομική στο μέλλον.
Για την αποφυγή/ διόρθωση των λαθών, ο Ράινχαρντ Χέκελ, επίσης του ΕΤΗ, ανέπτυξε μια μέθοδο διόρθωσης βασισμένη στους Κώδικες Ριντ- Σόλομον, αντίστοιχη αυτών που χρησιμοποιούνται στη μετάδοση πληροφορίας σε μεγάλες αποστάσεις. Το «κλειδί» είναι η επισύναψη επιπλέον στοιχείων στα δεδομένα, εξηγεί ο Χέκελ, που λειτουργούν ως «backup» σε περίπτωση που χαθούν κάποια δεδομένα στην πορεία.