Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, όπως είναι φυσικό έχει αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και ορίζει την ατζέντα των θεμάτων όπως επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το Μέγαρο Μαξίμου.
Έχει καταφέρει να επιβάλλει με έναν απλό αλλά προσεκτικό σχεδιασμό τους δικούς της ρυθμούς και να οδηγεί τη συζήτηση από θέμα σε θέμα αποσιωπώντας όλα εκείνα τα οποία δεν την ευνοούν.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και δύο μήνες προσπαθεί να ανακαλύψει τις αιτίες της ήττας του αλλά κυρίως να δει αν η επόμενη μέρα θα είναι η σύγκλιση προς το κέντρο ή η παραμονή στις λογικές της αριστερής ρητορείας.
Και ενώ όλες οι ενδείξεις του δείχνουν ότι πρέπει να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο ο Αλέξης Τσίπρας επηρεάζεται από μια μικρή κομματική συμπαγή ομάδα και επιμένει σε δηλώσεις του τύπου αριστερού βερμπαλισμού όπως για παράδειγμα αυτή που λέει ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από την αύξηση των μισθών και όχι το αντίθετο.
Η δε τελευταία παρουσία του στη ΔΕΘ ήταν ομολογουμένως η χειρότερη από όσες έχει κάνει στο παρελθόν είτε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης είτε ως πρωθυπουργός. Όχι γιατί έχασε τις ικανότητές του αλλά απλώς γιατί δεν έχει αποφασίσει ακόμη ποιος θα είναι και κυρίως τι κόμμα θα έχει.
Τέλος, το ΚΙΝΑΛ ως αυτοπροσδιοριζόμενος τρίτος πόλος του πολιτικού σκηνικού δεν βρίσκει καν χώρο για να ακουστεί. Αμφιταλαντεύεται προσπαθώντας να κατοχυρώσει το ρόλο του ανάμεσα στις πολιτικές συμπληγάδες που το πιέζουν ασφυκτικά, ενώ παράλληλα τα εσωτερικά του μέτωπα και ο έλεγχος των media από κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν του δίνει δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα θέματα, ακόμη και όταν οι θέσεις του είναι ενδιαφέρουσες και ισορροπημένες.
Πριν λίγες ημέρες σε κλειστή συζήτηση με γνωστά πολιτικά στελέχη της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, στην πλειοψηφία τους πρώην υπουργούς, αναφερθήκαμε και στα εργασιακά θέματα τα οποία αποτελούν έναν από τους βασικότερους κρίκους για την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Όλα τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων οι εργασιακές σχέσεις και οι αμοιβές επλήγησαν δραματικά με τα αποτελέσματα να είναι γνωστά για την οικονομία της χώρας και τον κύκλο εισόδημα, κατανάλωση, ανάπτυξη, ΑΕΠ, ελλείμματα, χρέη.
Σήμερα, η νέα κυβέρνηση φέρνει ένα νομοσχέδιο που υποστηρίζει ότι έρχεται να ρυθμίσει τα θέματα της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.
Θεωρητικά τουλάχιστον υπόσχεται βελτίωση και εξορθολογισμό των συνθηκών που επικρατούν αλλά πρακτικά ικανοποιεί και τα υπόλοιπα (όσα λίγα έχουν μείνει μετά τα μνημόνια) αιτήματα των πιστωτών και των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας.
Επ’ αυτών των προτάσεων από την πλευρά των στελεχών του Κινήματος Αλλαγής έγιναν επισημάνσεις όπως για παράδειγμα ότι:
- Με τις ρυθμίσεις αυτές δημιουργείται καθεστώς εργασιακών σχέσεων δύο ταχυτήτων καθώς άλλες επιχειρήσεις υποχρεούνται να τηρούν τις εργασιακές συμβάσεις και άλλες θα εξαιρούνται.
- Έτσι, εκτός από εργαζόμενους δύο ταχυτήτων θα προκύψει και αθέμιτος ανταγωνισμός που έχει ως αποτέλεσμα να ωφεληθούν οι επιχειρήσεις που θα καταβάλλουν νόμιμα πλέον μικρότερες αμοιβές.
- Άρα, η κυβέρνηση ωθεί τους επιχειρηματίες να μην τηρούν τις συμβάσεις δημιουργώντας ένα απορυθμισμένο τοπίο στην αγορά εργασίας.
Ειδικότερα, επισημάνθηκαν και οι εξής συγκεκριμένες προβληματικές διατάξεις:
- Οι εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων συλλογικών συμβάσεων που υπάρχουν στο άρθρο 49 και προβλέπουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στις κλαδικές συμβάσεις μπορούν να συμφωνούν «εξαιρέσεις» από τις συμβάσεις,σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
- Ο δραστικός περιορισμός της δυνατότητας προσφυγής στη Διαιτησία χωρίς χρονικά όρια, και χωρίς να προσδιορίζονται θέματα που αυτές οι εξαιρέσεις θα ήταν ανεπίτρεπτες (πχ κοινωνικά επιδόματα, υγεία-ασφάλεια, κατοχύρωση ωραρίου).
- Η δυνατότητα που δίνεται στον εκάστοτε υπουργό να «ρυθμίζει» κάθε θέμα σχετικά με το Μητρώο, ιδίως σε σχέση με την αντιπροσώπευση συνδικαλιστικών οργανώσεων και εργοδοτών».
- Η πρόβλεψη ότι για να κηρύσσεται μια κλαδική σύμβαση εργοδοτών-εργαζομένων υποχρεωτικά εκτελεστή, πρέπει να τεκμηριώνονται οι «επιπτώσεις στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα» και ότι μπορεί να εξαιρούνται επιχειρήσεις με απόφαση Υπουργού (μετά από απλή γνώμη του ΑΣΕ).
Προφανώς η Ελλάδα θέλει ανάπτυξη, θέλει απασχόληση και καταπολέμηση της ανεργίας αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των εργαζομένων της. Η ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να γίνεται μόνο σε βάρος των εργαζομένων. Οφείλει να στηρίζεται στη γνώση, την ποιότητα, την καινοτομία και την απόκτηση νέων δεξιοτήτων από το ανθρώπινο δυναμικό.
Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται σοβαρά. Η Ελλάδα συζητά για τη Novartis, τον εκλογικό νόμο των μεθεπόμενων αναμετρήσεων, τον επόμενο πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά όχι για την ανάπτυξη και τις εργασιακές σχέσεις που αποτελούν τη μοναδική αναγκαία και ικανή συνθήκη για να ξαναγυρίσουμε σε πραγματικό και όχι λογιστικό θετικό πρόσημο την οικονομία της χώρας.
Να αυξήσουμε το ΑΕΠ, να αποκτήσουμε δημοσιονομικό χώρο για την ουσιαστική μείωση φόρων και εισφορών που θα δώσουν πραγματική ώθηση στο «ελατήριο» της Ελλάδας.
Αυτή τη συζήτηση χρειάζεται η χώρα και όσο πιο σύντομα την κάνουμε, τόσο το καλύτερο για όλους μας.
Και ποτέ δεν ξέρεις. Ένας ανοικτός διάλογος μπορεί να αποβεί χρήσιμος ακόμη και για την κυβέρνηση που τον αποφεύγει.