Γράφει ο Χρίστος Χ. Λιάπης, Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε με την αξιοπρέπεια με την οποία έζησε και προσέφερε, αφήνοντας την παρακαταθήκη μιας πολιτικής διαδρομής που ουδέποτε διασταυρώθηκε με τον λαϊκισμό.
Θα τον θυμόμαστε, γιατί, “νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη”, όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης.
Θα τον θυμόμαστε γιατί “μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε”, σύμφωνα με τα λόγια ενός άλλου μεγάλου Κρητικού, του Νίκου Καζαντζάκη.
Γιατί, ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας, με το αστραποβόλο κοινοβουλευτικό, αρχηγικό και θεσμικό του ανάστημα πρόλαβε να δει τις ιδέες και τις επιλογές του να δικαιώνονται και τον γιο του να παίρνει το τιμόνι της Παράταξης με την οποία κέρδισε μάχες για τη χώρα και την οποία πλάτυνε με την ηγεσία του, βασισμένος στις ίδιες ακριβώς αρχές ρεαλισμού και αντι-λαϊκισμού. Αρχές που αν είχαν ακολουθηθεί στην ώρα τους, η Ελλάδα μας θα ήταν τώρα σε καλύτερη θέση.
Με απαράμιλλη αίσθηση του θεσμικού του καθήκοντος, συνδυασμένη με πολυσθενή προσωπική και πολιτική λεβεντιά παλαιάς κοπής, επεδίωξε καινοτόμες συναινέσεις, δεν έριξε λάδι στη φωτιά των κομματικών παθών, ακόμη και όταν η τρομοκρατία έπληξε άνανδρα την ίδια την οικογένειά του.
Ας συγκρίνουμε το πολιτικό και ανθρώπινο ήθος το οποίο δίδαξε με τη μνημειώδη ομιλία του στη Βουλή, την ημέρα της δολοφονίας από τη 17 Νοέμβρη του γαμπρού του, Παύλου Μπακογιάννη, με τον σημερινό διαδικτυακό και πολιτικό οχετό που ακολούθησε την τρομοκρατική επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν εκείνος που ουσιαστικά έβγαλε την αριστερά από τον μετεμφυλιακό κυβερνητικό αποκλεισμό, με τη συγκρότηση της Κυβέρνησης Τζανετάκη. Προτάσσοντας το εθνικό, έναντι του προσωπικού και κομματικού συμφέροντος, προτίμησε την Οικουμενική Κυβέρνηση του Ξενοφώντος Ζολώτα, από την επαναλληπτική εκλογική ταλαιπωρία της χώρας. Έστω και αν έτσι καθυστερούσε να γίνει ο ίδιος Πρωθυπουργός.
Στάση ευπατρείδους statesman που αξίζει να αντιπαραβληθεί με την τυχοδιωκτική βιασύνη του κ. Τσίπρα ο οποίος έσυρε τη χώρα σε εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι ο σημερινός Πρωθυπουργός διέπρεψε αρχικώς ως αρχι-καταληψίας ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αξίζει δε να σημειωθεί πως αμφότερες οι κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα συγκροτήθηκαν, με γνώμονα την πολιτική τόλμη και τη θεσμική υπομονή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, 21 χρόνια πριν η βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση διαμορφώσει τις αναγκαιότητες συναίνεσης που ουσιαστικά επέβαλαν ως επείγουσα λύση την Κυβέρνηση του -προσφάτως στοχοποιηθέντος από την τρομοκρατία- Λουκά Παπαδήμου.
Περίπου μία δεκαετία προτού η τραγική συγκυρία της οικονομικής κρίσης οδηγήσει εκόντα-άκοντα τον πολιτικό μας κόσμο στην αναζήτηση κυβερνητικών συναινέσεων, με Πρωθυπουργό τον κ. Παπαδήμο, ένα πολιτικό τέκνο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, αναγνωρίζοντας τη Δημοκρατία ως “τέχνη της πολιτικής σύνθεσης”, διατύπωνε στο πλαίσιο των δικών του κεντρογενών πολιτικών πρωτοβουλιών ένα πλαίσιο αρχών που θα μπορούσε να αποτελέσει τη διορατική αποτύπωση των μελλούμενων και να λειτουργήσει προληπτικώς και αποτρεπτικώς στην κρίση.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα που αρχίζει να πλατειάζει ξεφεύγοντας από τη θεματική του παρόντος άρθρου για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Και όταν αναφερόμαστε στον τελευταίο, καλό είναι να αποφεύγουμε τους πλατειασμούς, καθότι ο εκλιπών, με πολιτικό λόγο δωρικής λιτότητας και λακωνικής νοηματικής συμπύκνωσης εξέφραζε και πραγμάτωνε πάντοτε ένα αειθαλές και αξιοθαύμαστο μείγμα πολιτικής σύνεσης, προσωπικής τόλμης, οξύνοιας και διορατικότητας.
Έπρεπε, ως χώρα, να τον είχαμε ακούσει πολλές φορές κατά το παρελθόν, όμως ο δρόμος της ανάκαμψης και της ευπατρίδους και νικηφόρου αναμετρήσεως με τις δυνάμεις του λαϊκισμού, θα φέρει πάντοτε το όνομά του και την ελπίδα μιας ορθόδρομης προοπτικής για την πατρίδα την οποία τόσο ξεχωριστά υπηρέτησε καθόλη τη ζωή του.